KALOSORISMA

Καλώς ήρθατε στην αγαπημένη μουσική παρέα των Disco & Rock - Sixties – Seventies – Eighties -Nineties !!! By Dj George Sxoinas - Να έχετε μια ευχάριστη διαμονή σας ευχαριστούμε για την προτίμηση σας ! ! !

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

Frank Sinatra (Βιογραφία)

Ο Francis Albert Sinatra γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1915 στο New Jersey. Τότε κανείς δεν φανταζόταν ότι ο Frank θα γινόταν η μεγαλύτερη φωνή του 20ού αιώνα. Για τι να πρωτομιλήσει κανείς; Για τις ζωντανές εμφανίσεις του; Για τις κινηματογραφικές του επιτυχίες ως ηθοποιός; Για το απίστευτο δισκογραφικό του έργο; Η μυθική καλλιτεχνική πορεία του κάλυψε περισσότερο από μισό αιώνα.
 Οι γονείς του Ιταλοί μετανάστες που πήγαν στην Αμερική για μια καλύτερη τύχη.
Ο πατέρας του εργαζόταν στο πυροσβεστικό σώμα του New Jersey, στις φτωχογειτονιές του οποίου μεγάλωσε ο Frank. Από μικρός ήθελε να δουλέψει σκληρά και να γίνει κάτι σημαντικό. Ξεκίνησε με μικροεμφανίσεις στο ραδιόφωνο και σε συνοικιακά μουσικά κλαμπ που λίγο αργότερα τον οδήγησαν πολύ νέο ακόμη στη θέση του τραγουδιστή σε φημισμένες μπάντες. Η πρώτη του επαφή με τη μουσική έγινε στο Major Bowes Amateur Hour σαν μέλος των Hoboken Four.
Όμως ο Sinatra ήξερε κατά βάθος ότι ήταν γεννημένος για σόλο τραγουδιστής.
Στη αρχή πήρε μέρος σε διάφορες μικρές θεατρικές παραστάσεις.
Κάποια στιγμή γνώρισε τον τρομπετίστα Harry James που εκείνη την εποχή είχε αφήσει την μπάντα του Benny Goodman για να ακολουθήσει σόλο καριέρα.
Ο James έψαχνε για έναν νεαρό τραγουδιστή και ο Sinatra ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν. Η επιτυχία που γνώρισε ως μέλος των James Band τον οδήγησε σε μια άλλη γνωριμία, καθοριστική για τη ζωή του. Ο Frank γνώρισε το βασιλιά του Swing, τον τρομπονίστα Tommy Dorsey και ξεκίνησε live εμφανίσεις στο πλευρό του. Μετά τα χρόνια της συνεργασία του με τον Tommy Dorsey, ο Sinatra ηχογράφησε μερικές συλλογές στην RCA και αναδείχτηκε βαθμιαία σε μία από τις δημοφιλέστερες προσωπικότητες των showbiz, του θεάτρου, του ραδιοφώνου, των νυχτερινών κέντρων και του σινεμά.
 Η σόλο καριέρα του Frank Sinatra, ξεκίνησε ουσιαστικά το 1942.
Η επιρροή του στις νέες γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια άρχισε να γίνεται τόσο μεγάλη ώστε πολύ γρήγορα απόκτησε ένα σημαντικό αριθμό θαυμαστριών. Αργότερα η ερωτική του ζωή θα απασχολούσε πολλές φορές τον τύπο, με τρεις γάμους και αμέτρητες σχέσεις οι περισσότερες από αυτές με διάσημες γυναίκες.
Θα έλεγε κανείς ότι η καριέρα του χωρίζεται σε τρία στάδια ανάλογα με τις δισκογραφικές εταιρίες όπου ηχογράφησε τα τραγούδια του: Την εποχή της Columbia την οποία ακολούθησε η εποχή της Capitol και τέλος, η εποχή της Reprise.
Κατά τη γνώμη αρκετών, η χειρότερη από αυτές τις περιόδους ήταν η εποχή της Columbia κι αυτό γιατί εκείνη την εποχή ο Sinatra δεν ήταν και τόσο ικανοποιημένος από το υλικό που ηχογραφούσε. Αντίθετα η εποχή που συνεργάστηκε με την Capitol, του χάρισε πολλές καλές στιγμές. Μια από αυτές ήταν το βραβείο για το ρόλο του στο φιλμ "From Here To Eternity".
 Ωστόσο υπήρχε κάτι που δεν τον ικανοποιούσε. Έτσι αποφάσισε να ιδρύσει τη δεκαετία του '60 τη δική του δισκογραφική εταιρία, την Reprise, που υπάρχει μέχρι σήμερα ως θυγατρική της Warner Bros. Τα χρόνια της Reprise ήταν και τα πιο δημιουργικά της ζωής του ("New York, New York", "My Way", "Strangers In The Night") χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είχε και άτυχες στιγμές. Η εικόνα που δημιουργήθηκε τότε για το άτομό του δεν διέφερε και πολύ από την εικόνα που είχε μέχρι το τέλος της ζωής του, την εικόνα ενός σκληρού και αδίστακτου ατόμου και συνάμα ενός εκπληκτικού showman στη σκηνή και φυσικά ενός καταπληκτικού τραγουδιστή που όμοιός του δεν πρόκειται να ξαναγεννηθεί. Φήμες περί "υπογείων" γνωριμιών και διασυνδέσεων με τη μαφία και τα ναρκωτικά, για ξέφρενες και οργιώδεις νύχτες προσπάθησαν πολλές φορές να αμαυρώσουν το όνομά του.
Πολλοί τον κατηγόρησαν ως βασανιστή, ως έναν αδίστακτο άνθρωπο που μπορούσε να φτάνει μέχρι το φόνο προκειμένου να αποκτήσει αυτό που θέλει. Ευτυχώς όλα αυτά ήταν απλά φήμες.
 Παράλληλα, την εποχή της Reprise, ξεκίνησε και η καριέρα του στο σινεμά. Χωρίς να έχει παρακολουθήσει κάποια σχολή, χωρίς να έχει διδαχθεί υποκριτική, ο Sinatra ήταν αυθόρμητος ηθοποιός που υποδυόταν ρόλους χάρις στο ένστικτό του . Προτιμούσε να ερμηνεύει ρόλους που έμοιαζαν με τον εαυτό του.
 Ερμηνευτής, ηθοποιός, showman. Εκπληκτικός και μοναδικός σε όλα χωρίς να έχει φοιτήσει σε καμία σχολή θεάτρου. Αργότερα κάτοχος μετοχών σε εστιατόρια, καζίνα, ιπποδρόμους.
 Το 1952 η καριέρα του έμοιαζε προς στιγμή τελειωμένη εξαιτίας μια ξαφνικής αιμορραγίας στις φωνητικές του χορδές. Ο Frankie έχανε τη φωνή του, τότε ικέτευσε κυριολεκτικά τους παραγωγούς της Columbia να τον συμπεριλάβουν στο cast του δραματικού φιλμ του Φρεντ Τσίνεμαν "Όσο υπάρχουν άνθρωποι" για μια εξευτελιστική αμοιβή 8.000 δολαρίων. Φυσικά αποζημιώθηκε και με το παραπάνω και όλα αυτά χάρις στο κουράγιο και την επιμονή του, κερδίζοντας παράλληλα την υποστήριξη των κριτικών αλλά και το πρώτο Oscar στην κατηγορία του B' ανδρικού ρόλου.  Η επιτυχία του επαναλήφθηκε δύο χρόνια αργότερα με την ταινία του Ότο Πρέμινγκερ "O άνθρωπος με το χρυσό χέρι" (The Man With The Golden Arm -1955) στο ρόλο του ναρκομανή ντράμερ. Στην ταινία αυτή υποψήφιος για το ρόλο ήταν και ο Marlon Brando. Όμως ο Sinatra τον πρόλαβε καθώς δέχθηκε αμέσως να παίξει στο φιλμ χωρίς να έχει διαβάσει ολοκληρωμένο το σενάριο. Αυτό ήταν κάτι που εξόργισε τον Brando και επέτεινε τη μεταξύ τους διαμάχη που είχε ξεκινήσει ένα χρόνο νωρίτερα στα γυρίσματα του μιούζικαλ "Μάγκες και κούκλες". Πάντως ένα ήταν σίγουρο. Η "χαμένη" φωνή επέστρεψε δριμύτερη και πιο ώριμη. Η φήμη και τα πλούτη του είχαν αρχίσει να αυξάνονται με ταχύτατους ρυθμούς και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50 το όνομά του ήταν ήδη θρύλος.
 Συνέχισε να κάνει εμφανίσεις που πραγματικά έμειναν στην ιστορία. Συμμετείχε σε ταινίες όπως το "Suddenly" (1954) και το "The Manchurian Candidate" (1962). Αξίζει να αναφερθούμε επίσης σε δύο βασικά musicals που έκανε στην αρχή της καριέρας του μαζί με τον Gene Kelly: "Βίρα τις Άγκυρες" (1945) και "Τρία κορίτσια και τρεις ναύτες" (1949). Επίσης με τον Marlon Brando συμπρωταγωνίστησε στην ταινία "Μάγκες και Κούκλες" (1955) όπου η ήδη τεταμένη σχέση των δύο συμπρωταγωνιστών οδηγήθηκε σε πραγματικό μίσος κυρίως από τον Brando προς τον Frankie. Προς τα τέλη της δεκαετίας του '60 ερμήνευσε λιγότερο σημαντικούς ρόλους με εξαίρεση τους "Rat Pack" με τον Dean Martin και τον Sammy David Jr. Από τα τελευταία φίλμς της καριέρας του, τα καλύτερα ήταν το The Detective" (1968) and "Ocean's Eleven" (1960). Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Francis Ford Coppola στο "Νονό" δημιούργησε μια φιγούρα όμοια με αυτήν του Sinatra. 
O Coppola όταν δημιουργούσε τη μορφή του "βαπτιστικού" ερμηνευτή Johnie Fontana είχε στο νου του την εικόνα του Frankie και τις υπόγειες σχέσεις του με τη μαφία. Ο τελευταίος ρόλος του Frank Sinatra σε ταινία ήταν το 1980 στο φιλμ "The First Deadly Sin" που σήμανε και το τέλος της καριέρας του ως ηθοποιός.
 Η ζωή του Sinatra γυρίστηκε και στην τηλεόραση με τη βοήθεια της κόρης του Frank, Tina. Στη μίνι σειρά "Sinatra" (1992) με τον Philip Casnoff στο ρόλο του Franky. Το καλύτερο κομμάτι της ζωής του ήταν φυσικά η μουσική. Δεκάδες άλμπουμς στο ενεργητικό του που τα περισσότερα από αυτά ακούστηκαν και στην παραπάνω τηλεοπτική σειρά ερμηνευμένα από τον ίδιο αλλά και από τον Αυστραλό ηθοποιό Tom Burlinson. Ήταν μια εξαιρετική παραγωγή που θα χαιρόταν ακόμα και ο πιο απαιτητικός θαυμαστής του Sinatra.

 Το 1994 στην απονομή των βραβείων Grammy, ο Frank Sinatra πρόσθεσε στη συλλογή του ένα βραβείο για την προσφορά του στη μουσική. Το βραβείο παρέδωσε στο Sinatra, o ιδρυτής των U2 και φανατικός θαυμαστής του, o Bono.
Όταν ο Franky ανέβηκε στη σκηνή οι πάντες μαγεύτηκαν κυρίως από τον τρόπο που μιλούσε για τη Νέα Υόρκη και του θαυμαστές του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Sinatra αποφάσισε να αποσυρθεί από το ρόλο του performer και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στην πολυτελή βίλα του στο Beverly Hills. Αν και είχε σταματήσει να ηχογραφεί δίσκους, τα βραβεία συνέχιζαν να πλουτίζουν τη συλλογή του. Όταν μάλιστα έκλεισε τα 80στά του γενέθλια, πολλοί καλλιτέχνες εμφανίστηκαν σε ένα show στην τηλεόραση ερμηνεύοντας τραγούδια του. Ήταν αδύνατο να ξεχάσει κανείς έναν τέτοιο άνθρωπο.  Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι ο Frank Sinatra ήταν ο δημοφιλέστερος τραγουδιστής του 20ου αιώνα. Ήταν ο άνθρωπος με τη βελούδινη φωνή. Η φωνή που λάτρεψαν οι γυναίκες και μιμήθηκαν οι άντρες. Καρδιο-κατακτητής, με τρεις γάμους και πάμπολλες σχέσεις. Ανάμεσα στις ερωμένες του η Grace Kelly, η Mia Farrow, γυναίκες που καλλιέργησαν το "μύθο των μπλε ματιών". Ο Frankie ήταν μια πληθωρική μορφή που απασχόλησε, απασχολεί και θα απασχολεί την καλλιτεχνική κοινότητα και το μουσικο-κινηματογραφόφιλο κοινό. Πάντα επίκαιρος (αυτό αποδεικνύουν και οι προσπάθειες νέων καλλιτεχνών να αγγίξουν το μύθο-Sinatra, κάτι αδύνατο βέβαια όπως αποδείχθηκε στο παρελθόν στην περίπτωση του Harry Connick Jr και όπως σήμερα με τον Robbie Williams που προσπάθησε να δημιουργήσει την εικόνα του νέου Frank χωρίς όμως να έχει τη σιγουριά και τη στιβαρότητα του Cool Frankie.
 Το 2002 στις κινηματογραφικές αίθουσες προβλήθηκε το remake του κλασικού "Ocean's Eleven" με τον Clooney στο ρόλο που είχε ο Frankie το 1960, χωρίς όμως να φτάσει ούτε καν στο ελάχιστο την cool ανδροπαρέα των Rat Pack.
 Στις 14 Μαΐου του 1998, ο Sinatra έφυγε από τη ζωή πεθαίνοντας από καρδιακή προσβολή. Άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Cedars-Sinai Hospital στο Los Angeles. Τα μπλε μάτια έκλεισαν για πάντα. Το Empire State φωτίστηκε γαλάζιο ενώ το Las Vegas βυθίστηκε στο σκοτάδι. Φόρος τιμής στο θρύλο που μας έκανε όλους να λατρέψουμε τη φωνή του και να ονειρευτούμε.

Emma Shapplin (Βιογραφία)

Το πραγματικό όνομά της είναι Crystele Joliton. Η Emma Shapplin γεννήθηκε στις 19 Μαΐου του 1971 στο Παρίσι. Ο πατέρας της ήταν αστυνομικός και η μητέρα της γραμματέας. Έχει μια μεγαλύτερη αδελφή. Όταν ήταν μικρή η Crystele (Emma) έμοιαζε με αγοροκόριτσο. Της άρεσε να παίζει ποδόσφαιρο και να σκαρφαλώνει στα δέντρα και δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τη μουσική ή το τραγούδι. Στα 14 της χρόνια άρχισε να αλλάζει. Αφορμή μια 70χρονη καθηγήτρια μουσικής που η νεαρή Emma γνώρισε χάρις σε κάτι φίλους της. Η ηλικιωμένη καθηγήτρια η οποία στα νιάτα της ήταν μεγάλη τραγουδίστρια, ξεκίνησε να μαθαίνει στην Emma τραγούδι.
Η νεαρή μαθήτρια που μέχρι τότε απεχθανόταν το σχολείο και το διάβασμα, έδειξε ένα ζωηρό ενδιαφέρον όχι για τα βιβλία αλλά για το τραγούδι. Σιγά-σιγά άρχισε να ανακαλύπτει έναν καινούργιο εαυτό που γεννιόταν μέσα από τη μουσική. Η Emma περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της εξασκώντας τη φωνή της. Κάτω από τις υποδείξεις της καθηγήτριάς της, το ταλέντο της άρχισε να έρχεται στην επιφάνεια. Το ταλέντο μιας εξαιρετικής σοπράνο φωνής που ανακαλύφθηκε χάρις στην 70χρονη καθηγήτρια, τη μόνη που ενθάρρυνε τότε την νεαρή κοπέλα. Αντίθετα, οι γονείς της Emma δεν φάνηκαν στην αρχή να ενθουσιάζονται και τόσο με το ταλέντο της κόρης τους. Αν και η Crystele (Emma) είχε κλείσει ένα χρόνο κάνοντας εξάσκηση, οι γονείς αρνούνταν να της δώσουν την ευκαιρία να συνεχίσει τα μαθήματα τραγουδιού.
Και δεν ήταν μονάχα αυτό. Την εμπόδισαν να πάρει μέρος στη χορωδία του σχολείου της ενώ παράλληλα την πίεζαν να κάνει κάτι πιο "σοβαρό" στη ζωή της, γραμματέας για παράδειγμα. Η Emma παραδεχόταν ότι εκείνη η περίοδος ήταν από τις πιο άσχημες της ζωής της. Οι γονείς της την πίεζαν να κάνει κάτι άλλο από αυτό που εκείνη ήθελε. Μέσα της όμως η νεαρή κοπέλα έκανε τα δικά της όνειρα. Ένα από αυτά ήταν να τραγουδήσει την άρια "Η Βασίλισσα της Νύχτας" από την όπερα του Μότσαρτ "Μαγικός Αυλός".
 Τελικά ένα hard rock συγκρότημα οι North Wind της πρότεινε να κάνει τα κύρια φωνητικά και εκείνη άδραξε την ευκαιρία. Μέσα σε τρεις εβδομάδες είχε αφήσει στην άκρη το κλασικό τραγούδι και τις ασκήσεις για σοπράνο φωνές αφού το στυλ της ταίριαζε περισσότερο στο ύφος του συγκροτήματος. Στο μεταξύ είχε υποκύψει στις επιθυμίες των γονιών της και είχε ξεκινήσει να μελετά για να πάρει το δίπλωμα 'baccalaureat'. Δεν πέρασε όμως τις εξετάσεις. Ήταν 18 χρονών και η αποτυχία της δεν την ενόχλησε καθόλου. Εξάλλου είχε όλη τη ζωή μπροστά της για να αποφασίσει τι θα έκανε. Και σίγουρα είχε τα δικά της σχέδια για το μέλλον.
Κάποια στιγμή της δόθηκε η ευκαιρία να συναντήσει το διάσημο Γάλλο συνθέτη Jean-Patrick Capevielle. Του ζήτησε μάλιστα να συνθέσει ένα ολόκληρο άλμπουμ για χάρη της.
 Το "Spente le stele" και το "Cuor Senza Sangue" ήταν τα πρώτα singles που ξεχώρισαν από το ντεμπούτο άλμπουμ της "Carmine Meo". Το κοινό ενθουσιάστηκε. Την αγάπησε από την πρώτη κιόλας στιγμή. Το άλμπουμ της πήγε στην κορυφή του Γαλλικού chart πουλώντας 100.000 κόπιες μέσα στους τρεις πρώτους μήνες κυκλοφορίας του. Λίγο αργότερα χάρισε στην Emma Shapplin τον πρώτο της χρυσό δίσκο. Αυτή η ανέλπιστη επιτυχία πολύ γρήγορα απλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και το άλμπουμ της κυκλοφόρησε σε 26 χώρες. Συναγωνίστηκε μάλιστα δισκογραφικές δουλειές της Madonna και της Celine Dion. H Emma Shapplin έγινε ιδιαίτερα γνωστή στον Καναδά, τον Λίβανο, το Μεξικό, τη Νέα Ζηλανδία και στην Ελλάδα.
 Και όλα αυτά δίχως ένα κοντσέρτο μια και δεν δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στο να δίνει συναυλίες. Ούτε μία live εμφάνιση μέχρι τη στιγμή που έδωσε την πρώτη της συναυλία στις Βρυξέλλες τραγουδώντας μαζί με τον Julien Clerk. H Emma Shapplin είχε την ίδια ευχάριστη εμπειρία και στο Παρίσι όταν τον Απρίλιο του 1998 εμφανίστηκε στο Bercy Stadium μπροστά σε ένα κοινό 16.000 ατόμων.
Μέσα στο 2002 η Emma (Crystele) υπέγραψε συμβόλαιο με την καινούργια εταιρία Ark21 και στα μέσα Μαΐου κυκλοφορεί το δεύτερο προσωπικό της άλμπουμ με τίτλο "Etterna" . Στο άλμπουμ αυτό τα περισσότερα τραγούδια είναι γραμμένα από την ίδια, τραγούδια που κλείνουν μέσα τους όλα της τα όνειρα.

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

Barbara Streisand (Βιογραφία)

 
 Το όνομά της είναι Barbara Joan Streisand. Γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1942 στο Brooklyn. Οι γονείς της Emanuel and Diana Streisand ήταν συνεπαρμένοι από τη γέννηση της κόρης τους που ήρθε στον κόσμο επτά χρόνια μετά τη γέννηση του γιου τους Sheldon. Κανείς όμως δεν περίμενε τι ήταν αυτό που θα συνέβαινε στο μέλλον αλλάζοντας τη ζωή της μικρής Barbara. Ο πατέρας της, Emmanuelle (χαϊδευτικά τον φώναζαν Manny), ήταν ένας αθλητικός τύπος με μεγάλη ενεργητικότητα. Γινόταν αμέσως αξιαγάπητος σε όσους τον γνώριζαν. Εκείνος με τη σειρά του, θα έκανε τα πάντα για να είναι η οικογένειά του ευχαριστημένη. Όταν λοιπόν γεννήθηκε η Barbara, ο Manny αποφάσισε να πιάσει μια καλοκαιρινή δουλειά προκειμένου να ανταποκριθεί σε όλες τις οικονομικές απαιτήσεις που συνεπάγεται η γέννηση ενός παιδιού. Η γυναίκα του Diana ήταν από την αρχή αντίθετη με την απόφασή του αυτή, σαν να είχε μια προαίσθηση ότι κάτι άσχημο θα συνέβαινε, δεν είπε όμως τίποτα. Έτσι, ολόκληρη η οικογένεια, εγκατέλειψε το αγαπημένο διαμέρισμα στο Brooklyn και μετακόμισε στα βουνά Catskill, εκεί όπου ο Manny επρόκειτο να ξεκινήσει τη νέα του δουλειά. Όπως αποδείχθηκε, η δουλειά ήταν πολύ κουραστική για τον 35χρονο άνδρα. Μέσα σε όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν και οι χρόνιες ημικρανίες από τις οποίες εκείνος υπέφερε, εξαιτίας ενός αυτοκινητιστικού ατυχήματος που είχε πάθει το 1930, πριν ακόμα παντρευτεί. Οι πρώτες κρίσεις επιληψίας δεν άργησαν να φανούν και οι γιατροί δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι αν αυτές οι κρίσεις θα επαναλαμβάνονταν στο μέλλον. Όταν ο Manny ξεκίνησε τη νέα του δουλειά, οι ημικρανίες άρχισαν να γίνονται ολοένα και συχνότερες. Κάποια στιγμή οι ημικρανίες ήταν τόσο έντονες που ο οργανισμός του δεν άντεξε. Λίγες ώρες αργότερα ο Manny, ο αγαπημένος πατέρας της Barbara και τον Sheldon, δεν βρισκόταν πια στη ζωή. Το τραγικό γεγονός συνέβη ένα απόγευμα του Αυγούστου του 1943 και από τότε η ζωή της Barbra άλλαξε για πάντα.
 Ταραγμένη η μητέρα τους Diana, μην έχοντας προλάβει να αποταμιεύσει κάποια χρήματα, αναγκάστηκε να μετακομίσει με τα δυο της παιδιά στο μικρό διαμέρισμα των γονιών της στην Pulaski Street του Brooklyn. Το σπίτι δεν είχε καν σαλόνι, μήτε ένα καναπέ. Μεγαλώνοντας η Barbara, θυμόταν τις δύσκολες στιγμές που πέρασε τότε, που είχε την εντύπωση ότι ένας καναπές ήταν προνόμιο μόνο των πλουσίων. Ο αδελφός της Sheldon έλεγε ότι δεν υπήρχε καν αγάπη μέσα σε εκείνο το σπίτι. Η μητέρα τους είχε σοκαριστεί από τον ξαφνικό θάνατο του συζύγου της και ήταν συνεχώς μέσα στη θλίψη.
 Η μικρή Barbara προσπάθησε να βρει τρόπους να περνά το χρόνο της διασκεδάζοντας μόνη της. Παρίστανε πως διοργάνωνε απογευματινά πάρτι, όπου σερβίριζε τσάι στις κούκλες της. Ντυνόταν με τα ρούχα της μαμάς της και αργότερα έμαθε να χρησιμοποιεί και το make up της και να βάφεται μπροστά στον καθρέφτη. Περνούσε αμέτρητες ώρες τραγουδώντας μέσα στο σπίτι. Μερικοί από τους γείτονες είχαν ενοχληθεί, άλλοι όμως ένιωθαν μεγάλη ευχαρίστηση ακούγοντας τη μικρή να τραγουδά. Η μητέρα της θυμάται ότι η κόρη της πρώτα τραγούδησε και μετά μίλησε. Όταν η Barbara ξεκίνησε το σχολείο, απέκτησε τις πρώτες της φίλες. Το 1949 η μητέρα της την έστειλε σε άλλο σχολείο γιατί δεν μπορούσε να πληρώνει τα δίδακτρα του πρώτου. Αν και η μικρή ήταν πολύ συναισθηματική και ευαίσθητη, μπορούσε να αποκτά εύκολα νέους φίλους. Όταν ήταν δέκα ετών, είχε πάει στο σπίτι μιας φίλης της. Εκεί ανακάλυψε ένα "μαγικό" κουτί, την τηλεόραση. Ο κόσμος της T.V. φάνταζε τόσο μαγικός μπροστά στα μάτια της. Ένας αλλιώτικος κόσμος, χαρούμενος και συνάμα εντυπωσιακός. Τότε ήταν που σκέφτηκε για πρώτη φορά στη ζωή της ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός.  
Στο μεταξύ η μητέρα της, προσπαθώντας να ξεπεράσει το χαμό του συζύγου της, γνώρισε έναν άλλο άντρα τον Louis, ο οποίος τελικά έστω και καθυστερημένα την παντρεύτηκε ενώ εκείνη ήταν έγκυος στον ένατο μήνα. Δύο εβδομάδες μετά το γάμο τους, γεννήθηκε η Rosalind. Όμως ο Louis δεν αποδείχθηκε σωστός απέναντι στη νέα του οικογένεια. Αρνιόταν να τους υποστηρίξει οικονομικά λέγοντας συνεχώς ότι δεν είχε χρήματα. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Έκανε συνεχώς διακρίσεις, δείχνοντας φανερά την αγάπη του προς τη φυσική του κόρη σε βάρος των δύο άλλων παιδιών, τα οποία και παραμελούσε. Δεν ήταν λίγες οι φορές που έκανε αυτή τη διάκριση ακόμα και μπροστά σε φίλες της Barbra. Αργότερα ο Louis άρχισε να παραμελεί και την σύζυγό του Diana με αποτέλεσμα τα πράγματα να φτάσουν κάποια στιγμή στο απροχώρητο και το ανδρόγυνο να καταλήξει σε διαζύγιο.
 Κανείς δεν είχε καταλάβει ότι η Barbara ζούσε σε ένα δικό της κόσμο που απείχε από την πραγματικότητα. Οι έλλειψη οικογενειακής θαλπωρής, της είχε δημιουργήσει διάφορα προβλήματα που είχαν να κάνουν με την εξωτερική της εμφάνιση. Νόμιζε ότι ήταν άσχημη. Επίσης στο μυαλό της υπήρχε συνεχώς η σκέψη ότι έπασχε από καρκίνο και ότι όλοι το ήξεραν αλλά κανείς δεν της το έλεγε. Της είχε καρφωθεί η ιδέα ότι θα πέθαινε από κάτι τέτοιο ή από καρδιακή προσβολή. Ένιωθε συνέχεια ένα σφύριγμα στα αυτιά της και φορούσε ωτοασπίδες για να αποφύγει οποιονδήποτε θόρυβο.
 Ο φανταστικός κόσμος μέσα στον οποίον ζούσε την έκανε να περνά αμέτρητες ώρες μπροστά στην τηλεόραση και να ονειρεύεται τη εντυπωσιακή ζωή τον μεγάλων τηλεοπτικών αστέρων. Όχι μόνο χρησιμοποιούσε το make-up της μαμάς της για να μάθει να βάφεται αλλά στο τέλος ξεκίνησε να καπνίζει και τα τσιγάρα της.
 Τον Σεπτέμβριο του 1955 η Barbara μπήκε με πολύ καλή σειρά στο Erasmus High School του Brooklyn, ένα από τα καλύτερα πρότυπα σχολεία για Ακαδημαϊκές σπουδές. Τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς με την άδεια της μητέρας της, πήγε για πρώτη φορά σινεμά στο Μανχάταν για να γιορτάσει τα 14α της γενέθλια και να δει "To Ημερολόγιο της Αννας Φρανκ". Βλέποντας την ταινία σκέφτηκε ότι θα μπορούσε κάποτε να ερμηνεύσει κι εκείνη ένα παρόμοιο ρόλο. Αυτή η σκέψη την οδήγησε στην απόφαση να ασχοληθεί στα σοβαρά με την ηθοποιία. Έτσι άρχισε να πηγαίνει σε διάφορες ακροάσεις. Μια από αυτές ήταν για το βασικό ρόλο στην ταινία του Otto Preminger "Saint Joan". Δυστυχώς αν και όλοι είπαν ότι η ικανότητα της στην υποκριτική ήταν εξαιρετική, το ρόλο κέρδισε η τυπικά όμορφη Jean Seberg. Η Barbara έπεσε σε κατάθλιψη αποδίδοντας τα πάντα στην εξωτερική της εμφάνιση.Αρχισε να έχει ακόμα πιο άσχημη ιδέα για τον εαυτό της.
 Στο μεταξύ στη ζωή της Diana επικρατούσε πάλι αναστάτωση. Εκείνη και ο Louis χώρισαν. Αν και της δόθηκε ένα χρηματικό ποσό, δεν ήταν αρκετό για να ισορροπήσει τα οικονομικά της προβλήματα. Έτσι αναγκάστηκε να πιάσει δουλειά.
Η Barbara αναγκαζόταν να ντύνεται με παλιά ρούχα που ήταν εκτός μόδας και να προσέχει τη μικρή της αδελφή Rosalind ενώ η μητέρα της δούλευε. Όταν η Rosalind φαινόταν στρουμπουλή και χαριτωμένη, η Barbara φαινόταν κοκαλιάρα και άχαρη.
 Με τη μητέρα της να εργάζεται σκληρά, η Barbara ήταν τώρα ελεύθερη να περνά το χρόνο της όπως εκείνη ήθελε. Και αυτό που πραγματικά την ικανοποιούσε ήταν να πηγαίνει στο σινεμά συνεχίζοντας να ζει στο δικό της φανταστικό κόσμο των στρας. Άρχισε πάλι τις προσπάθειες για μια καριέρα ηθοποιού, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας της. Παρακολούθησε ένα μαθητικό πρόγραμμα στο Cherry Lane Theater, παίρνοντας τελικά την άδεια της μητέρας της αφού της υποσχέθηκε πρώτα να φέρνει καλούς βαθμούς από το σχολείο.
 Όταν έγινε 17 ετών, η Barbara έπιασε την πρώτη της δουλειά στο Μανχάταν. Εν τω μεταξύ είχε τελειώσει το Γυμνάσιο αλλά παρόλο που είχε πολύ καλούς βαθμούς δεν ήθελε να ακολουθήσει ακαδημαϊκές σπουδές. Έτσι μετά από μερικές εβδομάδες αφότου αποφοίτησε, πήρε τις βαλίτσες της και πήγε στο Μανχάταν εκεί όπου μπορούσε να πραγματοποιήσει το όνειρό της. Τότε αποφάσισε να αλλάξει την προφορά του ονόματος της για να το κάνει μοναδικό (Barbra). Εκεί συνάντησε τον Marty Erlichman που είναι μέχρι σήμερα ο μάνατζερ της. Αν και ποτέ δεν έχει υπογράψει μαζί του κάποιο συμβόλαιο, η συνεργασία τους συνεχίζεται με επιτυχία μέχρι σήμερα.
 Μέχρι τις μέρες μας, η Barbra Streisand παραμένει μια από τις πιο γνωστές τραγουδίστριες στην ιστορία της μουσικής, όπως επίσης και μια πολύ καλή ηθοποιός. Η καριέρα της ξεκίνησε στα 18 της, στις αρχές της δεκαετίας του '60, σαν τραγουδίστρια σε ένα νυχτερινό club στο Μανχάταν. Δύο χρόνια αργότερα ερμήνευσε τον πρώτο της ρόλο στο θεατρικό έργο του Broadway "I Can Get It For You Wholesale". Ηχογράφησε τον "Pins And Needles" που ήταν από τις πρώτες της δισκογραφικές δουλειές. Υπέγραψε με την Columbia Records και το πρώτο της άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1963. Ο δίσκος μπήκε στο Top10 κι έγινε χρυσός κάνοντας την Streisand από τα εμπορικότερα ονόματα στο ξεκίνημα της δεκαετίας του '60. Μέχρι το 1964 είχε κάνει ήδη τρία επιτυχημένα άλμπουμς και ερμήνευσε τουλάχιστον για δύο χρόνια τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο μιούζικαλ του Broadway "Funny Girl". Από το έργο ξεχώρισε το "People" που ήταν και το πρώτο Top10 single της. Το ομώνυμο άλμπουμ πήγε στο Νο 1 και ήταν ο πρώτος δίσκος για την Streisand που έφτασε στην κορυφή των albums.
 Κατά τη διάρκεια του 1963, η Barbra παντρεύτηκε τον συμπρωταγωνιστή της Elliott Gould, με τον οποίον όμως χώρισε το 1971. Η Barbra επέστρεψε στην τηλεόραση το 1965 όπου και παρουσίασε την εκπομπή "My Name Is Barbra" ενώ την επόμενη χρονιά παρουσίασε μια ακόμα τηλεοπτική εκπομπή την οποία ονόμασε "Color Me Barbra". Δύο χρόνια αργότερα, πήγε στο Hollywood για να κινηματογραφήσει το "Funny Girl" χάρις στο οποίο κέρδισε το πρώτο της Academy Award. Τη δεκαετία του '70 είχε ήδη γυρίσει τρία φιλμς, η δισκογραφική της καριέρα πήγαινε μια χαρά και όπως έδειχναν τα πράγματα ως ηθοποιός μπορούσε να φτάσει μέχρι το Las Vegas πριν καν κλείσει τα 30 της χρόνια. Αντί αυτού, συνέχισε να ηχογραφεί τραγούδια. Ένα από αυτά ήταν το Top10 "Stoney End" διασκευή του ομώνυμου κομματιού που είχε ερμηνεύσει πρώτη η Laura Nyro. Παράλληλα η Barbra συμμετείχε στην κωμωδία "The Owl And The Pussycat". Μέσα στη δεκαετία του '70 πάντρεψε τον κινηματογράφο με τη μουσική, πρώτα με το "The Way We Were" (το ομώνυμο τραγούδι έγινε Νο 1 επιτυχία), την ταινία στην οποία πρωταγωνιστούσε στο πλευρό του Robert Redford και αμέσως μετά με το "A Star Is Born" (το "Evergreen" ξεχώρισε σε single και έφτασε επίσης στο Νο 1 των charts). Από τότε, όποιο άλμπουμ και να ηχογραφήσει, πουλά εκατομμύρια αντίτυπα. Στα τέλη της δεκαετίας του '70 γνώρισε δύο ακόμα Νο 1 επιτυχίες, συγκεκριμένα κάνοντας ντουέτο με τον Neil Diamond στο "You Don't Bring Me Flowers" και στη συνέχεια με τη Donna Summer "No More Tears (Enough Is Enough)".
 Το πιο εμπορικό άλμπουμ στην καριέρα της είναι το "Guilty" (1980) που ηχογράφησε μαζί με τον Barry Gibb από τους Bee Gees. Από εκείνο ξεχώρισε το Νο 1 single "Woman In Love". Το 1983 γύρισε το "Yentl" άλλο ένα επιτυχημένο φιλμ με το Top10 soundtrack να το συνοδεύει. Η υπόθεση του έργου είχε να κάνει λίγο-πολύ με τη ζωή της. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενσάρκωσε η ίδια. Το 1985 το άλμπουμ της "Broadway" την ξανάφερε στην κορυφή των charts. Το 1991 κυκλοφόρησε η συλλεκτική κασετίνα "Just For The Record..." κι ένα ακόμη φιλμ, το "The Prince of Tides" του οποίου την παραγωγή ανέλαβε και πάλι η ίδια.
 Η Barbra επέστρεψε στο χώρο των συναυλιών το 1994 ηχογραφώντας ζωντανά το άλμπουμ "The Concert" το οποίο πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα εισιτήρια για τη συναυλία εξαντλήθηκαν μέσα σε χρόνο μηδέν. Το 1996 ανέλαβε την παραγωγή σε ένα ακόμα φιλμ και συγκεκριμένα στο "The Mirror Has Two Faces" στο οποίο πρωταγωνιστούσε στο πλευρό των Jeff Bridges και Lauren Bacall. Το 1998 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά. Ο σύζυγός της είναι ο ηθοποιός James Brolin. Λίγο πριν την είσοδο του 2000 ηχογράφησε το "A Love Like Ours". Ένα μεγάλο αστέρι του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και της μουσικής, η Barbra Streisand, είναι από τα ελάχιστα άτομα που έχουν κερδίσει τεσσάρων ειδών βραβεία (μεταξύ αυτών 7 Grammys, 5 Emmys καθώς επίσης Oscar, και Tony). Ένα από τα σημαντικότερα βραβεία της καριέρας της, το κέρδισε το 1970 και ήταν το Tony Award στην κατηγορία της Ηθοποιού της Δεκαετίας. Επίσης το 1976 κέρδισε Oscar ερμηνείας στο φιλμ "A Star Is Born". Επτά χρόνια αργότερα κέρδισε τη χρυσή σφαίρα για την ταινία "Yentl". Έχει εμφανιστεί σε διάφορες τηλεοπτικές εκπομπές, μία από αυτές ήταν μαζί με την Judy Garland. Έχει ερμηνεύσει πρωταγωνιστικούς ρόλους έργα τόσο του θεάτρου όσο και του σινεμά.
Με άλλα λόγια έχει πρωταγωνιστήσει σε κωμωδίες, δραματικές ταινίες και μιούζικαλς. Η Barbra Streisand βρίσκεται ανάμεσα στις πιο δυναμικές και ανεξάρτητες γυναίκες που έχουν με την παρουσία τους αφήσει εποχή στο χώρο των showbusiness.

Rod Stewart (Βιογραφία)

O Rod Stewart γεννήθηκε 10 Ιανουαρίου 1945 στο Λονδίνο αν και ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του Σκοτσέζο. Από μικρός ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, τελικά όμως τον κέρδισε το τραγούδι. Ένας από τους δασκάλους του ήταν ο boheme folk τραγουδοποιός Wizz Jones τον έμαθε να παίζει κιθάρα και μπάντζο. Στην αρχή ο Stewart και ο Jones έπαιζαν μουσική στο πεζοδρόμιο, μέχρι που τους συνέλαβε για επαιτεία η αστυνομία το 1963 στην Ισπανία. Έτσι ο Rod Stewart επέστρεψε στην Αγγλία σταματώντας αυτό το χόμπι, η μουσική όμως τον είχε κερδίσει οριστικά. Συνήθιζε μάλιστα να εμφανίζεται μαζί με τον Jimmy Powell και τους Five Dimensions σε διάφορα R'n'B clubs. Μετά από λίγο προσχώρησε για ένα χρόνο στους Hootchie Cootchie Men όπου μοιραζόταν τα φωνητικά με τον Long John Baldry.
 Το πρώτο του single με τίτλο "Good Morning Little Schoolgirl" κυκλοφόρησε το 1963. Πολλοί τον αποκαλούσαν τότε με το παρατσούκλι "Rod The Mod". Ο Rod Stewart τραγούδησε ξανά μαζί με τον Baldry στους Steampacket (με τον Brian Auger και την Julie Oriscoll στο line υp). Μαζί με τον Elton John έκαναν παραγωγή από κοινού στο "It Ain't Easy" του Baldry αλλά το 1966 έφυγε από το group επειδή μάλωσε μαζί του...Ωστόσο δεν τα έβαλε κάτω. Συνεργάστηκε μάλιστα με τους Shotgun Express (μαζί με τους μετέπειτα Fleetwood Μαc, Peter Green και Mick Fleetwood). Το σχήμα διαλύθηκε έπειτα από ένα χρόνο και το 1967, ο Jeff Beck πήρε τον Stewart στα φωνητικά των Jeff Beck Group.
Η περιοδεία τους στην Αμερική πραγματοποιήθηκε το 1968. Ήταν η πρώτη περιοδεία του Rod Stewart που τραγούδησε με φοβερό τρακ το πρώτο του κομμάτι από τα παρασκήνια, μην θέλοντας να εμφανιστεί μπροστά στο κοινό. Ο Rod συμμετείχε στα δύο άλμπουμς των Jeff Beck Group, "Truth" και "Beck-ΟΙa", που τον εδραίωσαν ως βασικό τραγουδιστή με το χαρακτηριστικό "βραχνό" στιλ του.
 Το 1969 κι ενώ ήταν ακόμη μέλος των Jeff Beck Group, υπέγραψε συμβόλαιο με την Mercury Records. Το πρώτο του σόλο άλμπουμ αρχικά ονομάστηκε "Αn Old Raίncoat Wοn't Ever Let Υou Down") κυκλοφόρησε όμως με τον τίτλο "The Rod Stewart Album" φτάνοντας μέχρι το Νο.139 στην Αμερική. Η ηχογράφηση είχε γίνει από τον Mick Waller και τον Ron Wood από τους Jeff Beck Group, καθώς και τον κιμπορντίστα Ian McLagan των Small Faces και τον κιθαρίστα Martin Quittenton.
 Τα επόμενα επτά χρόνια μετά το 1972, τα πέρασε μοιράζοντας τη δράση του μεταξύ της σόλο καριέρας του και αυτής των Faces. Το 1970 ηχογράφησε το "Gasolίne Alley" (Νο 27) και ένα χρόνο αργότερα το "Every Pίcture Tells A Story" που έφτασε στο Νο 1 ταυτόχρονα σε Αμερική και Αγγλία. Αυτός ο δίσκος ήταν ο πρώτος που είχε καταφέρει κάτι τέτοιο.
 Το single "Maggie May" έφθασε στην κορυφή των charts. Ακολούθησαν τα singles "(I Κnοw) I'm Losing Υou" (πήγε μέχρι το Νο 24, το 1971 και ήταν η διασκευή στο κλασικό κομμάτι των Temptations), "Never Α Dull Moment" (Νο 2. το 1972) "Υou Wear It Well" (Νο 13 το 1972). Έχοντας ήδη δύο χρυσούς δίσκους στο ενεργητικό του, η σόλο καριέρα του ήταν σαφώς πολύ πιο πετυχημένη από αυτή των Faces με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το συγκρότημα το 1972 (τη θέση του πήρε ο Tetsu Yamauchi). Ακολούθησαν νομικές μάχες μεταξύ Mercury και Warner (με την οποία ο Stewart υπέγραψε προσωπικό συμβόλαιο) για τον έλεγχο του υλικού των Faces.
 Οι δικαστικές εκκρεμότητες για ένα διάστημα κρατούσαν εκτός στούντιο τον Rod κι έτσι η Mercury κυκλοφόρησε μια συλλογή διασκευών και hits με τίτλο "Sίng It Again Rod" και την επόμενη χρονιά, οι δύο αντιμαχόμενες εταιρίες κυκλοφόρησαν το live album "Coast Το Coast: Overture And Beginnings" υπό το όνομα Rod Stewart / Faces. Το 1974, η Mercury κυκλοφόρησε ένα album με το οποίο έχανε ουσιαστικά τον Rod Stewart από το δυναμικό της και αυτό ήταν το "Smiler" (Νο 13).
Ο Rod Stewart έκανε το ντεμπούτο του στην Warner, με παραγωγό τον βετεράνο Tom Dowd και μουσικούς από τα στούντιο Muscle Shoals.
 Το "Atlantic Crossing" του 1975 έφτασε στο Νο 9 των charts. Η ίδια χρονιά βρήκε τον Rod Stewart να μετακομίζει στο Los Angeles για να γλιτώσει τους φόρους του βρετανικού κράτους και τελικά έγινε η πιο hot φιγούρα του κοσμοπολίτικου Beverly Hills. O Stewart κράτησε τον Dοwd στην παραγωγή για το διπλό album "Α Night Οn The Τοwn" (Νο 2, 1976) που περιείχε το single "Tonight's The Night (Gonna Be Alright)" το οποίο έφτασε στην κορυφή του αμερικανικού chart και έμεινε εκεί επί οκτώ εβδομάδες. Την ίδια χρονιά, το Βασιλικό Ναυτικό υιοθέτησε τη διασκευή του Rod Stewart στο κομμάτι των Sutherland Brothers, "Sailing", ως ανεπίσημο ύμνο. Την επόμενη χρονιά, δύο ακόμη singles, η διασκευή στο "The First Cut Is The Deepest" του Cat Stevens (Νο 21, 1977) και το "The Killing Of Georgie (Part Ι & II)" (Νο 30, 1977, σχετικά με το θάνατο ενός gay φίλου του), τον έκαναν παγκόσμια γνωστό όνομα.
 Οι Faces αποτελούσαν πλέον παρελθόν. ο Ron Wood είχε γίνει μέλος των Rolling Stones πλέον και η αλυσίδα των επιτυχιών συνεχιζόταν ακάθεκτη για τον Rod: Από καυτά rockers ("Hot Legs", Νο 28, 1978) και ρομαντικές μπαλάντες ("Υοu Are Ιn Μy Heart - The Final Acclaim", Νο 4, 1978) μέχρι και disco κομμάτια ("Do Υοu Think Ι'm Sexy", Νο 1, 1979, τραγούδι βασισμένο σε σύνθεση του Jorge Ben και με τα πνευστά μέρη δανεισμένα από τον Bobby Womack). Αξιοσημείωτο είναι ότι μέχρι σήμερα, τα έσοδα από τα πωλήσεις του "Do Υou Think Ι'm Sexy", ο Stewart συνεχίζει να τα δίνει στην Unicef (πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια) αν και το τραγούδι αυτό ήταν "κόκκινο πανί" για τους κριτικούς που έλεγαν ότι με αυτό ο Stewart ξέπεσε από το θρόνο του. Πάντως σε μια από τις συνεντεύξεις που ο διάσημος καλλιτέχνης έδωσε μέσα στη δεκαετία του ΄90, τα 90's, ομολόγησε ότι θεωρεί το τραγούδι αυτό μάλλον "κακόγουστο".  Όσο για τα albums που κυκλοφόρησε στα 80's ("Foolish Behavior", "Tonight Ι'm Yours", "Out Of Order") έγιναν όλα πλατινένια. Τα singles του έμπαιναν σταθερά στις ψηλότερες θέσεις των charts: "Passion" (Νο 5, 1980), "Infatuation" (Νο 6, 1984), "Μy Heart Can't Tell Υοu Νο" (Νο 4, 1988), "Downtown Train" (Νο 3, 1989). Το 1985 ο Rod Stewart συνεργάστηκε ξανά με τον Jeff Beck για μια διασκευή στο "People Get Ready" των Impressions που συμπεριλήφθηκε στο album "Flash" του Beck.
 Το 1986 τραγούδησε το βασικό θέμα της ταινίας "Legal Eagles", με τίτλο "Love Touch" (Νο 6) ενώ μια επανεκτέλεση του στο "Twistin' The Night Away" του Sam Cooke που είχε πρωτοερμηνεύσει το 1973, συμπεριλήφθηκε στο soundtrack της ταινίας "Innerspace". Το album "Ουt Of Order" του 1988 σε παραγωγή Berbard Edwards και Andy Taylor χαρακτηρίστηκε από τους κριτικούς ως μια ανανεωμένη επιστροφή του.
 Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, έδειξε πόσο πολύ αγαπά την soul μουσική διασκευάζοντας το "This Old Heart Of Mine" των Isley Brothers, μαζί με τον Ronald Isley (Νο 10, 1990), τραγούδησε μαζί με τους Temptations το "Motown Song" (Νο 10, 1991 ) και διασκεύασε το "It Takes Τwο" κάνοντας ντουέτο με την Tina Turner. Το 1993 ο Rod Stewart κυκλοφόρησε το "Unplugged... And Seated" που πούλησε πάνω από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα singles "Have Ι Told You Lately" του Van Morrison (Νο 5) και "Reason Το Believe" (ντουέτο με τον Ronnie Wood. Νο 19) αγαπήθηκαν από εκατομμύρια θαυμαστές του.
 Στη συνέχεια μαζί με τον Bryan Adams και τον Sting ερμήνευσε την ίδια χρονιά, το βασικό θέμα από την ταινία "The Three Muskateers", το "All For Love" που έμεινε επί τρεις εβδομάδες στο Νο 1 της Αμερικής. Το 1995 συνέχισε τις ακουστικές του αναζητήσεις με το "Α Spanner Ιn The Works" (Νο 35), σε παραγωγή Trevor Ηοrn, Bernard Edwards και Andy Taylor. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε το "If Ι Fall Ιn Love Tonight" με επανεκτελέσεις παλιών δικών του μελωδικών στιγμών, καθώς και μια διασκευή του "When Ι Need Υοu" του Leo Sayer.
 Το 1998 επέστρεψε με ένα album διασκευών, το "When We Were The New Boys" όπου τιμούσε τραγούδια των Oasis, των Primal Scream, του Nick Lowe, του Graham Parker, των Skunk Anansie, των Waterboys, των Faces κ.λ.π. Όσον αφορά την αισθηματική ζωή του Rod Stewart που ήταν μάλλον θυελλώδης, εμφανής ήταν η αδυναμία του καλλιτέχνη στις ξανθές από το ξεκίνημα της καριέρας του μέχρι σήμερα. Η ερωτική του σχέση με τη σουηδέζα starlet Britt Ekland (η οποία έληξε το 1977 στα δικαστήρια με ένα χρηματικό ποσό δεκαπέντε εκατομμυρίων δολαρίων σε βάρος του Stewart), πρόσθεσε πολλές πιπεράτες λεπτομέρειες στην αυτοβιογραφία της με τίτλο "True Britt".
 Η αλυσίδα με τις διάσημες ξανθές ξεκινούσε με την Ekland και συνεχιζόταν με την Alana Hamilton, πρώην σύζυγο του George Hamilton ΙV, την οποία παντρεύτηκε το 1979. Επόμενη στη σειρά, ήταν η Kelly Emberg, ένα μοντέλο, με την οποία έζησε έξι χρόνια. Όταν έληξε η σχέση τους, η Emberg ζήτησε είκοσι πέντε εκατομμύρια δολάρια στο δικαστήριο. Το 1990 ο Rod Stewart παντρεύτηκε το μοντέλο Rachel Hunter o γάμος του όμως και πάλι πήρε το δρόμο του διαζυγίου. Τώρα ο διάσημος καλλιτέχνης έπειτα από τρεις γάμους και τρία διαζύγια δεν σκοπεύει να ξαναπαντρευτεί.
 Μετά από τρία χρόνια επέστρεψε και πάλι στη μουσική υποδεχόμενος αυτή τη φορά τη νέα χιλιετία με μία δισκογραφική δουλειά που κοσμείται από τις παρουσίες του Gregg Alexander των New Radicals, της Μacγ Grαy, της Helicopter Girl και άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών που ανανεώνουν το καλλιτεχνικό του προφίλ. Το album λεγόταν "Human" (2001) και το πρώτο single που ξεχώρισε ήταν το "Ι Can't Deny It". Ακολούθησε ένα διπλό compilation με τις μεγαλύτερες επιτυχίες του (2001) ενώ μέσα στο 2002 ηχογράφησε το άλμπουμ “It Had To Be You-The Great American Song” με αξιόλογες συνεργασίες μουσικών της jazz όπως του Arturo Sandoval, του Michael Brecker και του Dave Koz.
 Ήδη από το 1994 το όνομα του Rod Stewart εισήχθη στο Rock 'Ν' Roll ΗaΙΙ Of Fame και στο βιβλίο Ρεκόρ των Guiness, ως ο καλλιτέχνης που έπαιξε μπροστά στο μεγαλύτερο ακροατήριο την πρωτοχρονιά του 1994 στο Copacabana Beach του Rio De Janeiro τραγούδησε μπροστά σε 4,2 εκατομμύρια ανθρώπους! Και να σκεφτεί κανείς ότι το πρώτο του τραγούδι το είχε ερμηνεύσει τη δεκαετία του '60 από τα παρασκήνια επειδή ντρεπόταν να εμφανιστεί μπροστά στο κοινό.

Spice Girls (Βιογραφία)

 
Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι Spice Girls, συναντήθηκαν σε μια ακρόαση για να γυρίσουν διαφημιστικά. Αυτή η συνάντηση έγινε πολλές φορές μέχρι το 1993 και στο τέλος κατέληξαν στο να συγκατοικήσουν σε ένα σπίτι στο Berkshire όπου και ξεκίνησαν να γράφουν στίχους και να συνθέτουν μουσική.
Αρχικά οι Spice Girls ήταν πέντε: Η Victoria Addams ή αλλιώς Posh Spice (γεννήθηκε στις 7 Απριλίου του 1973 στο Essex), η Melanie Brown, αλλιώς, Mel B/Scary Spice (γεννήθηκε στις 29 Mαϊου του 1973 στο Yorkshire, η Emma Bunton η μικρότερη των Spice Girls γνωστή ως Baby Spice (γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1976 στο Λονδίνο), η Melanie Chisholm γνωστή ως Mel C/Sporty Spice (γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1974, στο Lancashire) και τέλος η μεγαλύτερη του συγκροτήματος η Geraldine Halliwell γνωστή ως Geri/Ginger Spice (γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου του 1970 στο Hertfordshire.
Όλες τους Αγγλίδες, έκαναν το ντεμπούτο τους την εποχή που συγκροτήματα όπως οι Take That διοικούσαν τα charts. Ήταν Μάιος του 1995 όταν τις ανακάλυψε ο Simon Fuller και τους πρότεινε να ηχογραφήσουν ένα δίσκο. Το επόμενο βήμα τους ήταν να υπογράψουν συμβόλαιο με την Virgin Records και το Ιούνιο του 1996 οι Spice Girls εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στο μουσικό στερέωμα της βρετανικής σκηνής με το πρώτο τους single 'Wannabe". Νεανικό beat και "παιδικό» ραπ. Ό,τι ακριβώς ήθελαν να ακούσουν τα νεαρά αγοράκια και κοριτσάκια όλου το κόσμου. Το single ανέβηκε στο Νο.1 της Αγγλίας, κάτι που κατάφερε και το δεύτερο single τους 'Say You'll Be There'. Οι πωλήσεις των δίσκων των Spice Girls μπορούσαν άνετα να συγκριθούν με τις πωλήσεις που είχαν πραγματοποιήσει οι Take That ή από την περασμένη δεκαετία οι Wham!
Σχεδόν αμέσως, κάποιοι που δεν χάρηκαν και τόσο με την επιτυχία των Spice Girls άρχισαν να διαδίδουν φήμες ότι η Gerri Halliwell είχε ποζάρει στο παρελθόν "όπως τη γέννησε η μαμά της" σε διάφορα περιοδικά ή ακόμη ότι έπαιρνε ηρεμιστικά χάπια. Τίποτα όμως απ΄ όλα αυτά δεν στάθηκε εμπόδιο στην καριέρα όχι μόνο της Gerri Halliwell αλλά των άλλων μελών των Spice Girls.
Η μπαλάντα '2 Become 1' ανέβηκε στο Νο.1 της Αγγλίας τα Χριστούγεννα του 1996 και το Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς τα νεαρά κορίτσια γνώρισαν εφάμιλλη δόξα και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το single τους "Wannabe" που 8 μήνες πριν είχε αγγίξει την κορυφή των βρετανικών charts, κατάφερε το ίδιο και στους πίνακες επιτυχιών της Αμερικής. Όσο για το πρώτο τους άλμπουμ "Spice" έγινε πολυπλατινένιο σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη κάνοντας τους εφήβους όλου του κόσμου να παραληρούν!!
Οι Spice Girls χαρακτηρίστηκαν "μουσικό» φαινόμενο. Για πρώτη φορά συγκρότημα αποτελούμενο από κορίτσια νεαρής ηλικίας γνώριζε τόσο μεγάλη επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο. Τέτοια δόξα είχε να γνωρίσει συγκρότημα από την εποχή των Beatles (1964).
Το δεύτερο άλμπουμ των Spice Girls είχε τίτλο Spiceworld, απ΄ όπου ξεχώρισαν άλλα δύο κομμάτια που πήγαν στο Νο.1 της Μεγάλης Βρετανίας. Το 'Spice Up Your Life' και το 'Too Much'. Ο δίσκος κατάκτησε την κορυφή σε περισσότερες από 6 χώρες αν και οι πωλήσεις που πραγματοποίησε δεν ήταν οι αναμενόμενες.
Ακολούθησε το single των Spice Girls 'Stop' που έφτασε ένα σκαλοπάτι κάτω από την κορυφή. Ήταν μάλιστα το πρώτο κομμάτι των νεαρών κοριτσιών που δεν κατάφερε να πάει στο Νο.1. Η χειρότερη στιγμή τους ήταν όταν τον Μάιο του 1998 η αρχηγός τους Gerri Halliwell ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τις Spice Girls για να κάνει σόλο καριέρα.
Παρ΄ όλα αυτά το συγκρότημα και πάλι δεν πτοήθηκε. Το 'Viva Forever' ήταν το πρώτο κομμάτι που κυκλοφόρησε μετά την αποχώρηση της Gerri Halliwell (αν και το τραγουδά η ίδια) αποδεικνύοντας ότι τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει το φαινόμενο "Spice" . Το single μπήκε στα βρετανικά charts τον Ιούνιο του 1998.
Η δημοτικότητα των Spice Girls πήρε τεράστιες διαστάσεις ώστε μέσα στους επόμενους μήνες δεν υπήρχε μέλος των Spice Girls που να μην είχε ηχογραφήσει τουλάχιστον ένα σόλο single. Η Melanie C. για παράδειγμα ηχογράφησε κάποια σόλο τραγούδια μεταξύ αυτών το "I Turn To You" που αγαπήθηκε ιδιαίτερα και στη χώρα μας. Κι εκεί που όλοι νόμιζαν ότι ήρθε το τέλος για τις Spice Girls, μέσα στο Νοέμβριο του 2000 τα τέσσερα από τα πέντε μέλη τους επανήλθαν ενωμένα στη δισκογραφία με το "Forever". Η απουσία της Gerri Halliwell δεν φάνηκε να τους προβληματίζει και το ένατο Νο.1 single τους "Holler" απέδειξε ότι τα νεαρά διάσημα κορίτσια μπορούν να κατακτήσουν τα charts ακόμα και χωρίς την Gerri.

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Sade (Βιογραφία)

 
Το πραγματικό της όνομα είναι Helen Folasade Adu. Η Sade γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1959 στη Νιγηρία. Χάρις στην αισθησιακή φωνή της η Sade κέρδισε από την αρχή την αγάπη του κοινού έχοντας καταφέρει να γίνει μία από τις πιο επιτυχημένες παρουσίες για τη δεκαετία του '80. Οι ρίζες της Sade είναι από τη Νιγηρία και την Αγγλία. Αν και γεννήθηκε στη Νιγηρία, μεγάλωσε στο Essex της Βρετανίας. Σαν έφηβη συνήθιζε να γράφει στίχους. Μαθήτρια ακόμα, εμφανιζόταν στο πλευρό των Arriva, ενός μουσικού σχήματος όπου η Sade συνάντησε τον κιθαρίστα Ray St. John (μαζί του έγραψε στα μέσα της δεκαετίας του '80 το 'Smooth Operator').
Από το 1981 μέχρι το 1983 η Sade συμμετείχε στους Pride. Την επόμενη χρονιά έφτιαξε το δικό της συγκρότημα. Ψυχή του συγκροτήματος ήταν τρία από τα μέλη των Pride (o σαξοφωνίστας Stewart Matthewman, ο κιμπορντίστας Andrew Hale και ο μπασίστας Paul Denman). Η σύνθεση ολοκληρώθηκε με τον ντράμερ Paul Cook. Μεταγενέστερα το σχήμα αυτό ονομάστηκε Sweetback. Μαζί τους η Sade εμφανίστηκε επί σχεδόν ένα χρόνο σε διάφορα κλαμπάκια του Λονδίνου και το 1984 στο πρώτο της single 'Your Love Is King', ένα single που μπήκε στα 10 πρώτα της Μεγάλης Βρετανίας.
Την επιτυχία του single διαδέχθηκε το πρώτο προσωπικό άλμπουμ της Sade "Diamond Life". Η παραγωγή ήταν του Robin Millar. Το "Diamond Life" χαρακτηρίστηκε ένα από τα εμπορικότερα άλμπουμ της δεκαετίας του '80 πουλώντας πάνω από 6 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Δεύτερος δίσκος στην καριέρα της, το "Promise". Τη σύνθεση των τραγουδιών ανέλαβε η ίδια η Sade μαζί με τα περισσότερα μέλη των Sweetback. Από εκεί ξεχώρισαν πολλές επιτυχίες μεταξύ αυτών το 'The Sweetest Taboo' και το 'The First Time'
Επόμενο βήμα της Sade ήταν να δώσει το μουσικό της στίγμα στο soundtrack της ταινίας "Absolute Beginners" (1987) και στη συνέχεια να ξεκινήσει την πρώτη της παγκόσμια περιοδεία που συνέπεσε με την κυκλοφορία του τρίτου της άλμπουμ απ' όπου το single 'Paradise" έφτασε στο Νο 1 των R&B charts της Αμερικής .
Το 1992 ακολούθησε το "Love Deluxe" άλλη μια εξαιρετική δισκογραφική δουλειά από την Sade. Τα singles 'No Ordinary Love' και 'Feel No Pain' έκαναν μεγάλη αίσθηση και στις δύο πλευρές του ατλαντικού αν και σε γενικές γραμμές το άλμπουμ πούλησε περισσότερο στην Αμερική παρά στη Βρετανία (στα charts της Αμερικής έφτασε στο No 3 πουλώντας αρκετά εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ στη Βρετανία μόλις και μετά βίας πήγε μέχρι το No 30).
To 1994 ήταν η χρονιά που η Sade κυκλοφόρησε μία εκπληκτική συλλογή από τα πιο γνωστά τραγούδια της και φέτος, λίγο πριν το τέλος του 2000, η Sade επέστρεψε έπειτα από σχεδόν 7 χρόνια απουσίας ανανεωμένη με το ολοκαίνουργιο άλμπουμ της "Lover's Rock". Και σε αυτή τη δισκογραφική δουλειά, μαζί της οι Sweetback, που κατά τη διάρκεια του 1997 είχαν κυκλοφορήσει κι ένα δικό τους άλμπουμ.

Simply Red (Βιογραφία)

 
 Οι Simply Red σχηματίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του '80 και όπως ήταν φυσικό επηρεάστηκαν άμεσα από την soul μουσική της δεκαετίας τους.
Ψυχή του συγκροτήματος είναι ο βρετανός Mick Hucknall που γεννήθηκε στο Manchester στις 8 Ιουνίου του 1960. Το πραγματικό όνομα του είναι Michael James Hucknall. Πριν σχηματιστούν οι Simply Red, o Mick Hucknall ήταν μέλος των Frantic Elevators ενός συγκροτήματος που έπαιζε μουσική έχοντας επιρροές από πανκ. Οι Frantic Elevators ήταν οι πρώτοι που ηχογράφησαν την εντυπωσιακή μπαλάντα 'Holding Back The Years'κομμάτι που 2 χρόνια αργότερα γνώρισε επιτυχία με τους Simply Red.
 Οι Frantic Elevators διαλύθηκαν το 1983. Μερικά όμως μέλη του γκρουπ και συγκεκριμένα ο Tony Bowers (μπάσο), ο Fritz McIntyre (κίμπορντς), ο Tim Kellett (πνευστά), ο Sylvan Richardson (κιθάρα) και ο Chris Joyce (ντραμς) μαζί με τον Mick Hucknall στα φωνητικά, σχημάτισαν τον Οκτώβριο του 1985 τους Simply Red.
Το ντεμπούτο άλμπουμ των Simply Red 'Picture Book'κυκλοφόρησε το 1985 και τα πήγε πολύ καλά στα charts φτάνοντας μάλιστα μέχρι το Νο 2 της Μεγάλης Βρετανίας. Το 'Picture Book'έμεινε στα charts της Μεγάλης Βρετανίας για 30 ολόκληρους μήνες και εξακολούθησε να πουλάει αντίτυπα μέχρι και το 1991 όταν δηλαδή κυκλοφόρησε το επόμενο άλμπουμ των Simply Red. Ακόμα και μέχρι τα τέλη του 1992 το 'Picture Book'εξακολουθούσε να πουλά ακόμα σημαντικά.
 Στο 'Picture Book'υπήρχε η διασκευή του κομματιού των Valentine Brothers''Money's Too Tight To Mention'που μπήκε στα 20 πρώτα των βρετανικών charts. Το επόμενο κομμάτι που ξεχώρισε ήταν το εξίσου χορευτικό 'Come To My Aid'που δεν είχε όμως την τύχη του προηγούμενου single τους, αφού μόλις και μετά βίας έφτασε μέχρι το Νο 66.
Η μεγαλύτερη επιτυχία από το πρώτο τους άλμπουμ ήταν το remake του 'Holding Back The Years'που έφτασε ένα σκαλοπάτι πριν την κορυφή γνωρίζοντας επιτυχία σε όλη την Ευρώπη. Το κομμάτι αυτό ήταν παράλληλα το πρώτο single των Simply Red που κυκλοφόρησε στην Αμερική.
Το δεύτερο άλμπουμ τους ήταν το 'Men And Women'(1989) που περιείχε συνεργασίες του Mick Hucknall με τον μεγάλο συνθέτη της soul μουσικής και συνάμα από τα ιδρυτικά μέλη της Motown Records, τον Lamont Dozier. Από τον 'Men And Women'ξεχώρισαν τα singles 'The Right Thing', 'Infidelity'και η διασκευή της κλασικής σύνθεσης του Cole Porter 'Ev'ry Time We Say Goodbye'.
 Έχοντας φτάσει για δεύτερη φορά στο Νο 2 των άλμπουμς της Αγγλίας, οι Simply Red σκαρφάλωσαν επιτέλους στην κορυφή με το τρίτο τους δίσκο 'A New Flame'. Την επιτυχία 'It's Only Love'την διαδέχτηκε η διασκευή στο κλασικό κομμάτι των Harold Melvin And The Bluenotes 'If You Don't Know Me By Now'που έφτασε μέχρι το Νο 2 στα singles της Μεγάλης Βρετανίας. Από τότε ο Mick Hucknall και η παρέα του έχουν εδραιωθεί ως ένα από τα πλέον επιτυχημένα βρετανικά σχήμα με επιρροές κυρίως από την soul μουσική.
 Το 1991 επεδίωξαν να προσθέσουν στο στυλ τους μουσικές "πινελιές" από hip hop πράγμα που κατόρθωσαν μέσα από την τέταρτη δισκογραφική τους δουλειά 'Stars'. Το άλμπουμ εμπλουτίστηκε με συνεργασίες των Simply Red με τον Michael Jackson, τους U2, τους Dire Straits και τους Guns N'Roses. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ ικανοποιητικό και το άλμπουμ έμεινε για αρκετές εβδομάδες στην κορυφή της Μεγάλης Βρετανίας.
 Τα επόμενα τέσσερα χρόνια απείχαν από την δισκογραφία και τον Οκτώβριο του 1995 με την ευκαιρία συμπλήρωσης 10 ετών καριέρας, κυκλοφόρησαν το αναμενόμενο 'Life'που τα πήγε πολύ καλά όσον αφορά τις πωλήσεις παρόλο που δεν φανέρωσε κάποια νέα "κρίση" δημιουργικότητας. Τα singles που ξεχώρισαν ήταν τα 'Fairground', 'Remembering The First Time'και 'Were In This Together'που σκαρφάλωσαν στις υψηλότερες θέσεις των βρετανικών charts.
Επέστρεψαν στα charts το 1996 με την σύνθεση της Aretha Franklin 'Angel'και το 1997 με το 'Night Nurse'σύνθεση του Gregory Isaacs.
Μέσα στο 1996 συγκέντρωσαν τα πιο γνωστά τραγούδια τους τα οποία και συμπεριέλαβαν στη συλλογή τους 'Greatest Hits'.
Το έκτο άλμπουμ στην καριέρα τους ήταν το 'Blue'΄που κυκλοφόρησε το 1998 θυμίζοντας ιδιαίτερα το ευχάριστο soul στυλ του 'A New Flame'. Το 'Blue'περιείχε μεταξύ άλλων τη διασκευή της παλιάς επιτυχίας των Hollies 'The Air That I Breathe'.
 Το 1999 ο Mick Hucknall και η παρέα του επέστρεψαν με το 'Love & The Russian Winter'απ 'όπου ξεχώρισε η πολύ καλή συνεργασία τους με τον αγέραστο Tom Jones στο single 'Ain't That A Lot Of Love'καθώς και η σύνθεση του ίδιου του Mick Hucknall 'Υour Eyes'. Στις αρχές του 2003 ηχογράφησαν το άλμπουμ "Home" απ’ όπου ξεχώρισε το "Sunrise", ένα κομμάτι βασισμένο στην κλασική επιτυχία του δίδυμου Daryl Hall & John Oates, "I Can’t Go For That".
Οι Simply Red είναι εξίσου εκπληκτικοί στις live εμφανίσεις τους αφού κάθε φορά φροντίζουν να εμφανίζονται με μια σειρά από αξιόλογους μουσικούς. Τα τελευταία χρόνια η μπάντα των Simply Red αποτελείται από τους:

MICK HUCKNALL- φωνητικά
IAN KIRKHAM - σαξόφωνο
GOTA YASHIKI - ντραμς
DEE JOHNSON και SARAH BROWN - πίσω φωνητικά
TIM VINE - κίμπορντς
KENJI (SUZUKI) JAMMER και MARK JAIMES - κιθάρα
WAYNE STOBBARD - μπάσο
JOHN JOHNSON - τρομπόνι
KEVIN ROBINSON - τρομπέτα
CHRIS DE MARGARY - σαξόφωνο και φλάουτο

Τον Μαϊο στην Ελλάδα οι Roxette ! ! !

roxette Τον Μαϊο στην Ελλάδα οι Roxette
Τον Μαϊο στην Ελλάδα οι Roxette
Το δημοφιλές συγκρότημα Roxette απο την Σουηδία που έκανε θραύση την δεκαετία του 80΄ με τεράστιες επιτυχίες όπως το “It Must Have Been Love”, “Listen To Your Heart”, “Joyride”, “How Do You Do!”, “Dangerous”, “Fading Like A Flower” και “Dressed For Success” ανα μένεται να εμφανιστεί στην Ελλάδα την Παρασκευή 27 Μαϊου του 2011 στο Terra Vibe Park.

Η Marie Fredriksson και ο Per Gessle, μετά τις έξι sold out συναυλίες που πραγματοποίησαν το περσινό καλοκαίρι, επιστρέφουν στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα γεμάτοι ενθουσιασμό. Την τελευταία φορά που οι Roxette έκαναν περιοδεία στην Ευρώπη ήταν το 2001. Ωστόσο η τελευταία παγκόσμια περιοδεία τους έγινε το 1994 – 95 προωθώντας το album “Crash! Boom! Bang!”.
Το δημοφιλές συγκρότημα έχει  πουλήσει πάνω από 75 εκατομμύρια albums και τα τραγούδια.

Roxette (Βιογραφία)

Οι Roxette είναι από τα γνωστότερα συγκροτήματα της σύγχρονης pop μουσικής σκηνής που σχηματίστηκαν στη Σουηδία το 1985. Την ψυχή των Roxette αποτελούν η Marie Fredriksson (γεννήθηκε στις 30 Μαϊου του 1958 στη Σουηδία) και ο Per Gessle (γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου του 1965 στη Σουηδία). Ο Gessle ήταν ήδη γνωστός από τις αρχές της δεκαετίας του '80 σαν μέλος της new wave μπάντας Gyllene Tider. Το ταλέντο του είχε ανακαλύψει ο μάνατζερ των Abba Thomas Johannson την εποχή που έψαχνε για μουσικούς που θα συμμετείχαν στο προσωπικό άλμπουμ της Frida. Εν τω μεταξύ η Marie Fredriksson από το 1977 συνέθετε και ερμήνευε τραγούδια συμμετέχοντας κατά περιόδους σε διάφορα συγκροτήματα. Μία από τις συμμετοχές της ήταν το 1981 στους Gyllene Tider, το συγκρότημα όπου τότε ήταν μέλος ο Per Gessle.
 Το 'Neverending Love' ήταν μια δοκιμή για να δουν αν τα καταφέρνουν να τραγουδήσουν στα Αγγλικά κι έγινε μεγάλη επιτυχία στη Σουηδία. Η γνωριμία του Gessle με την Fredriksson έμελλε να δημιουργήσει το 1985 τους Roxette οι οποίοι πήραν το όνομά τους από ένα τραγούδι της δεκαετίας του '70 που ανήκε σε μια από τις αγαπημένες μπάντες του Per Gessle, τους Dr. Feelgood.
Το 1986 οι Roxette υπογράφουν με την EMI ηχογραφώντας το πρώτο τους άλμπουμ 'Pearls Of Passion' που κυκλοφόρησε μόνο στη Σουηδία. Ένα χρόνο αργότερα κάνουν την πρώτη τους περιοδεία δίνοντας συναυλίες σε μεγάλες πόλεις της Σουηδίας. Το 1988 το άλμπουμ τους 'Look Sharp!' κυκλοφορεί αρχικά μόνο στη Σουηδία. Εκείνη τη χρονιά συνέβη κάτι περίεργο.  Ένας Αμερικανός φοιτητής που είχε επισκεφθεί τη Σουηδία, άκουσε τα τραγούδια των Roxette και αμέσως αγόρασε το άλμπουμ παίρνοντας το μαζί του στην Αμερική. Στην συνέχεια έπεισε τον Brian Phillips, διευθυντή προγράμματος ενός τους μεγαλύτερους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Minneapolis να το ακούσει. Πολύ σύντομα το single 'The Look' πήγε Νο.1 στο airplay του ραδιοφωνικού σταθμού.
Αντίγραφα του single μοιράζονταν από τον ένα ραδιοφωνικό σταθμό στον άλλον με αποτέλεσμα το 'The Look' να γίνει μεγάλη επιτυχία χωρίς να έχει κυκλοφορήσει επίσημα στην Αμερική.  Τελικά στις αρχές του 1989 όχι μόνο το 'The Look' αλλά ολόκληρο το άλμπουμ των Roxette κυκλοφόρησε επίσημα και έξω από τα σύνορα της Σουηδίας. Το 'The Look' πήγε αμέσως στο Νο 1 σε πολλές χώρες. Το 'Look Sharp!' πούλησε περισσότερα από 8 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Την ίδια χρονιά οι Roxette έκαναν περιοδεία στην Ευρώπη. Στο μεταξύ κι άλλα τραγούδια του άλμπουμ κυκλοφόρησαν σε singles όπως το Νο 1 'Listen To Your Heart' και το 'Dangerous'.
 Το 'It Must Have Been Love (Christmas For The Broken Hearted)', ήταν ένα κατά κάποιο τρόπο χριστουγεννιάτικο τραγούδι που είχε συνθέσει ο Per Gessle το 1987. Αφού υπέστη κάποιες τροποποιήσεις το 'It Must Have Been Love'χωρίς πλέον αναφορές στα Χριστούγεννα, ακούστηκε τρία χρόνια αργότερα στην ταινία 'Pretty Woman' (Julia Roberts - Richard Gere). Το 'It Must Have Been Love' πήγε στο Νο 1 σε πολλές χώρες και το soundtrack της ταινίας πούλησε 9 εκατομμύρια αντίτυπα.
Το τρίτο άλμπουμ των Roxette 'Joyride' κυκλοφόρησε το 1991 πουλώντας 10 εκατομμύρια αντίτυπα. Το ομότιτλο single σκαρφάλωσε στο Νο 1 των charts αρκετών χωρών και ήταν το μοναδικό video clip που μετέδωσε το MTV 12 φορές μέσα σε μία μέρα. Άλλα singles που γνώρισαν παρόμοια επιτυχία ήταν τα 'Spending My Time' και 'Fading Like A Flower (Every Time You Leave)'.
 Κατά τη διάρκεια του 1991 οι Roxette πραγματοποιούν μια ακόμα περιοδεία αυτή τη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο. Η 'Join The Joyride Tour' όπως την ονόμασαν, ήταν η πιο επιτυχημένη περιοδεία των Roxette με 108 συναυλίες τους σε περισσότερες από 87 χώρες συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας και της Κίνας.
Αποσπάσματα από συναυλίες που έδωσαν μεταξύ άλλων στη Βραζιλία, Αργεντινή, Αυστραλία και Αμερική, αποτέλεσαν το υλικό του άλμπουμ τους 'Tourism - Songs from studios, stages, hotel rooms & other strange places' που κυκλοφόρησε το 1992 πουλώντας περισσότερα από 7 εκατομμύρια αντίτυπα.
Το 1993 το τηλεοπτικό κανάλι MTV καλεί τους Roxette να ερμηνεύσουν Unplugged μερικά από τα τραγούδια τους ενώ την ίδια χρονιά ηχογραφούν το single 'Almost Unreal' για το soundtrack της ταινίας 'Super Mario Bros'.
 Μια χρονιά αργότερα οι Roxette κυκλοφορούν ένα ακόμη άλμπουμ, το 'Crash! Boom! Bang!' που πραγματοποίησε πωλήσεις 5 εκατομμυρίων αντιτύπων κυρίως στην Ευρώπη. Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σε διαφορετική έκδοση στην Αμερική δεν πούλησε όμως παρά μόνο 1 εκατομμύριο κόπιες. Οι Roxette έκαναν μία ακόμη περιοδεία και το 1995 κυκλοφόρησαν ένα Greatest Hits με 14 μεγάλες επιτυχίες και τέσσερα καινούργια τραγούδια τους. Πριν από αυτό όμως, προηγήθηκε μια συλλογή με B-sides και Remixes ενώ σε μερικές χώρες κυκλοφόρησε επίσης το 'Rarities' που περιείχε ορισμένα demos και μερικά τραγούδια που είχαν τραγουδήσει οι Ροχεττε στο MTV Unplugged.
 Στις αρχές του 1996 οι Roxette προκειμένου να ικανοποιήσουν το τεράστιο αριθμό θαυμαστών τους από την Λατινική Αμερική, κυκλοφορούν το 'Baladas En Espanol' με μερικές από τις πιο γνωστές μπαλάντες τους ηχογραφημένες στα Ισπανικά. Αν και κανένα μέλος των Roxette δεν ξέρει να μιλά Ισπανικά, το άλμπουμ αγκαλιάστηκε θερμά από όλα τα Ισπανόφωνα κράτη.
 Το 1997 οι Roxette ανανενώνουν το δισκογραφικό τους συμβόλαιο με την EMI για άλλα 10 χρόνια και το πρώτο τους άλμπουμ 'Pearls Of Passion' που είχε κυκλοφορήσει αρχικά ο 1986 μόνο στη Σουηδία, επανακυκλοφορεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Από τα επιπλέον τραγούδια που προστέθηκαν σε αυτή την επανακυκλοφορία ήταν το ομότιτλο και το 'Turn To Me'.
 Στα τέλη του 1998 κι έπειτα από σχεδόν τέσσερα χρόνια αποχής τους από το στούντιο, οι Roxette επιστρέφουν στη δισκογραφία με το 'Have A Nice Day' και πρώτο single να ξεχωρίζει το 'Wish I Could Fly' που γνώρισε μεγάλη επιτυχία ακόμα και στην Αμερική. Επόμενο single ήταν το 'Anyone' συνοδευόμενο με ένα video clip που πολλά κανάλια προτίμησαν να το μεταδώσουν μετά τις 10 το βράδυ επειδή πίστευαν ότι το περιεχόμενό του ωθούσε τους νέους στην αυτοκτονία. Τρίτο single ήταν το 'Stars' του οποίου η χορευτική έκδοση ακούστηκε πολύ κυρίως το καλοκαίρι του '99.
Η είσοδος της νέας χιλιετίας βρίσκει τους Roxette στο στούντιο να ετοιμάζουν το νέο τους άλμπουμ 'Room Service' απ΄ όπου ήδη ξεχωρίζει το πρώτο single 'The Centre Of The Heart (Is A Suburb To The Brain)'.

R.E.M. (Βιογραφία)

Οι R.E.M. σχηματίστηκαν στην πόλη Αθήνα της Georgia το 1980 και αποτελούνται από τους: Michael Stipe (John Michael Stipe, γεν. 4 Ιανουαρίου 1960, Decatour, Georgia) φωνητικά, Peter Buck (Peter Lawrence Buck, γεν. 6 Δεκεμβρίου 1956, Berkeley, California) κιθάρα, Mike Mills (Michael Edward Mills, γεν. 17 Δεκεμβρίου 1958, Orange, California) μπάσο, Bill Berry (William Thomas Berry, γεν. 31 Ιουλίου 1958, Duluth, Minnesota) drums.
Ο τραγουδιστής Michael Stipe και ιδρυτικό μέλος των R.E.M., μεγάλωσε σε μη-μουσικό περιβάλλον, με πατέρα στρατιωτικό. Εξαιτίας του επαγγέλματος του πατέρα του έπρεπε να μετακομίζουν συνέχεια. Ο Stipe ήταν ένα ντροπαλό παιδί που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων με τις δύο αδελφές του Lynda και Cyndi. Από το 1975 άρχισε να διαβάζει άρθρα για την Patti Smith και την underground σκηνή της Νέας Υόρκης. Η ζωή του άλλαξε όταν αγόρασε τρία συγκεκριμένα albums: το "Horses" της Patti Smith, το "Pink Flag" των Wire και το "Marquee Μoon" των Television.
Το 1978, ο Stipe γράφτηκε στο τμήμα Καλών Τεχνών του πανεπιστημίου της Αθήνας της Georgia όπου σπούδασε ζωγραφική και φωτογραφία και ανέπτυξε το ενδιαφέρον του για τον σουρεαλισμό. Γνώρισε τον ιδιοκτήτη του τοπικού δισκοπωλείου Wuxtry και οι δυο τους αποφάσισαν να φτιάξουν μια μπάντα προσεγγίζοντας τους δύο φίλους και σπουδαστές Mike Mills και Bill Berry, οι οποίοι έπαιζαν σε διάφορα τοπικά southern rock συγκροτήματα του Macon.
Τον Απρίλιο του 1980, οι τέσσερίς τους σχημάτισαν τους R.E.M. (αρχικά τους ονόμάζαν Rapid Eye Movement) και άρχισαν να κάνουν πρόβες σε μια παλιά επισκοπιανή εκκλησία που είχε μετατραπεί σε στούντιο. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς έδωσαν την πρώτη τους συναυλία εκτός Georgia και συγκεκριμένα στο Chapel Hill της Βόρειας Carolina όπου και γνώρισαν το μελλοντικό τους manager Jefferson Holt. Αν και είχαν επηρεαστεί θεωρητικά από το punk do-it-yourself ύφος, ο ήχος τους ήταν κοντά σε αυτόν των Byrds -ενεργητικό folk rock- με τα εκκεντρικά φωνητικά του Stipe να δίνουν το σήμα κατατεθέν τους.
Το 1981 οι R.E.M. μπήκαν στο στούντιο του Mitch Easter στο Winston - Salem της Βόρειας Carolina. Τα δύο πρώτα τους τραγούδια τους, τα "Radio Free Europe" και "Sitfing Sfill" κυκλοφόρησαν σε ένα single. Ειδικά το "Radio Free Europe" κέρδισε τις εντυπώσεις κι έτσι η μπάντα τον Οκτώβριο ξαναγύρισε στο στούντιο του Easter για να ηχογραφήσει το πρώτο της μίνι LP.
Το 1982 υπέγραψαν στην I.R.S. και κυκλοφόρησαν το "Chronic Τown". Οι κριτικές ήταν ενθουσιώδεις. Το πρώτο τους album "Murmur" (Νο36, το 1983) επίσης χαιρετίστηκε ως σπουδαίο από όλους και περιλάμβανε μια πιο σφιχτή εκτέλεση του "Radio Free Europe". Το επόμενο album τους "Reckoning" (Νο 27, το 1984) περιλάμβανε το single "So. Central Rain (I'm Sorry) " και για μια ακόμη φορά κέρδισε διθυραμβικές κριτικές.
Το συγκρότημα προσέλαβε τον folk rock παραγωγό Joe Boyd (Fairport Convnetion, Richard Thompson) για το "Fables Of Reconstruction" (Νο28 το 1985) που παρουσίαζε ένα θολό, ψυχεδελίζοντα ήχο. Το πείραμα συνεχίστηκε και στο επόμενο album "Life's Rich Pageanf" (Νο21, το 1986) με παραγωγή από τον Don Gehman (John Mellencamp) που ενθάρρυνε τον Stipe να τραγουδάει πιο καθαρά. Το single που ξεχώρισε από αυτό το album ήταν το "Fall Οn Me" και συνοδευόταν από ένα video , σκηνοθετημένο από τον ίδιο τον Stipe.
Η πρώτη τεράστια επιτυχία των REM ήταν το "The One Ι Love" (Νο9), ένα τραγούδι που είχε θέμα την προδοσία, ωστόσο «παρεξηγήθηκε» παγκοσμίως ως ερωτικό.
Το "The One I Love" περιεχόταν στο album "Document" (Νο10, το 1987) που ήταν και το τελευταίο τους στην ανεξάρτητη LR.S.
Οι R.E.M. ηχογράφησαν το πρώτο "πολυεθνικό" album το 1988 και είχε τίτλο "Green" (Νο12, το 1988). Από εκεί ξεχώρισε το single τους "Stand" (Νο6), ίσως το απλούστερο ως τότε κομμάτι τους αλλά και το "Ροp Song '89" (Νο86) που παρωδούσε τον κόσμο της δισκογραφικής βιομηχανίας. Το album "Dead Letter Office" (Νο52, το 1987) ήταν μια συλλογή με b-sides από την καριέρα τους στην I.R.S. και το "Eponymous" (Νο44 το 1988) μια συλλογή με τα singles τους από την ίδια περίοδο.
Το 1991, αφού επέστρεψαν από την εξαντλητική περιοδεία για το "Green", κυκλοφόρησαν το "Out Of Time" που έφτασε στο Νο1 και έγινε τριπλά πλατινένιο. Σε αυτό περιλαμβάνονταν τα singles "Losing Μy Religion" (Νο4), η μεγαλύτερη επιτυχία τους στον κόσμο με ένα εικαστικό video clip (σε σκηνοθεσία Μ. Night Shaymalan, σκηνοθέτη των κινηματογραφικών επιτυχιών "Sixth Sense" και "Unbreakable') που απαγορεύτηκε από τις ιρλανδικές Αρχές για τις αμφισβητούμενες ομοφυλοφιλικές εικόνες του και "Shiny Happy People" μια συνεργασία τους με την Kate Pierson των Β52's.
Ακολούθησε το άλμπουμ τους "Automatic For The People" (Νο2, το 1992) ήταν πιο εσωτερικό και μελαγχολικό και έβγαλε επιτυχίες όπως τα "Drive" (Νο28), "Μan On The Μοοn" (Νο30) και "Everybody Hurts" (Νο29). Τα μέρη των εγχόρδων επιμελήθηκε στο album ο John PauΙ Jones των Led Zeppelin.
Από τα τελευταία χρόνια των 80's, οι REM έγιναν ακτιβιστές, προσκαλώντας την Greenpeace να τοποθετεί πανό και περίπτερα στις συναυλίες τους και συμμετέχοντας οι ίδιοι στην τοπική αυτοδιοίκηση της πόλης τους. Ο Stipe έκανε τακτικά δηλώσεις για το περιβάλλον, τα δικαιώματα των ζώων και τους άστεγους. Ο Stipe επίσης προώθησε και άλλους καλλιτέχνες, όπως ο ζωγράφος Reverend Howard Finster, ο σκηνοθέτης Jim McKay (με τον οποίον άνοιξε την κινηματογραφική εταιρία C-00) και ο folk τραγουδιστής Vic Chesnutt.
Συνεργάστηκε επίσης με τον rapper KRS-1 των Boogie Down Productions και την Natalie Merchant των 10.000 Maniacs, ενώ έκανε και βοηθητικά φωνητικά στους Golden Palominos. Ο Peter Buck έκανε παραγωγές στον Kern Kinney των Drivin' Ν' Cryin' και τον Charlie Pickett. Το 1990, ο Buck και ο Warren Zevon δημιούργησαν την μπάντα των Hindu Love Gods οι οποίοι κυκλοφόρησαν το ομότιτλο album στην Giant Records.
Το 1994 επέστρεψαν στο προσκήνιο με το album "Monster" που περιλάμβανε και τη συνεργασία του Thurston Moore των Sonic Youth σε ένα κομμάτι. Τα singles που ξεχώρισαν από αυτή τη δισκογραφική δουλειά ήταν τα: "What's The Frequency Kenneth?", "Bang And Blame", "Strange Currencies", "Tongue" και "Crush With Eyeliner".
Όμως κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους για την υποστήριξη του "Monster", ο Bill Berry κατέρρευσε επί σκηνής από ανεύρυσμα στον εγκέφαλο (την 1η Μαρτίου 1995 στη Ζυρίχη). Μετά από την ανάρρωση του Berry, οι R.E.M. ηχογράφησαν το "New Adventures In Hi-Fi" που κυκλοφόρησε το 1996. Τα singles που ξεχώρισαν από εκεί ήταν το "Εbοw The Letter", το "Bittersweet Me" και το "Electrolite". Αυτό ήταν και το τελευταίο album με τον Bill Berry στη σύνθεσή τους.
Την επόμενη χρονιά, ο Peter Buck εμφανίστηκε στο συγκρότημα των Tuatara που έπαιζαν lounge pop jazz και στους Minus 5 (μαζί με τον Scott McGauphey των Young Fresh Fellows). Το "Up" του 1998 ήταν το πιο μελαγχολικό album τους με singles όπως τα "Daysleeper", "Lotus", "At My Most Beautiful", "Suspicion".
Τα Χριστούγεννα του 1999 κυκλοφόρησαν το single "The Great Beyond", ένα από τα πέντε τραγούδια με τα οποία συμμετείχαν στο soundtrack της ταινίας "Μan Οn The Μοοn" με τον Jim Carrey. Την άνοιξη του 2001 κυκλοφορεί το καινούριο τους album "Reveal" με πρώτο single το "Imitation Of Life".
Σήμερα, εν έτη 2004, οι R.E.M. επιστρέφουν δυναμικά με έναν ολοκαίνουργιο δίσκο με τίτλο "Around the Sun"

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

Προσοχή επικίνδυνος ιός στο facebook.


Μέχρι να λυθεί το πρόβλημα από το facebook καλό θα ήταν να μιλάτε μέσω μηνυμάτων και να αποφεύγετε να χρησιμοποιείτε την ανοικτή συνομιλία (chat) υπάρχει κίνδυνος σοβαρός για τον υπολογιστή σας .
Σας αγαπάμε και αυτό το σας το δείξαμε από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε το πρόβλημα κάνοντας ανάρτηση από την σελίδα μας στον (τοίχο) του facebook.
Ελπίζουμε τώρα στην τεχνική υποστήριξη του facebook να είναι σύντομη και αποτελεσματική γιατί αρκετά έπαιξαν με τα νεύρα μας.

Ευχαριστούμε

Γιώργος Σχοινάς & Ανδρέας Φωκάς  

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

Lionel Richie (Βιογραφία)

 
Ο Lionel Richie γεννήθηκε στις 20 Ιουνίου του 1949 στην Αλαμπάμα και μεγάλωσε στην πανεπιστημιούπολη του Tuskegee Institute εκεί όπου εργαζόταν ο παππούς του. Το 1967 ο Lionel όταν ακόμη έπαιζε σαξόφωνο, συνάντησε τον κιθαρίστα Thomas McClay. Μαζί με τον τρομπετίστα William King, έφτιαξαν τους Mystics.
 Κάπως έτσι ξεκίνησε η σχέση του με την μουσική. Λίγο αργότερα οι Mystics απέκτησαν άλλα 4 μέλη (Jimmy Johnson-σαξόφωνο, Michael Gilbert-μπάσο και κύρια φωνητικά, Milan Williams - κίμπορντς, Andre Callaghan-ντραμς).
Το συγκρότημα μετονομάστηκε σε Commodores. Το όνομα αυτό ανακάλυψε τυχαία ο William King ψάχνοντας σε ένα λεξικό αποφασίζοντας στην συνέχεια να βαφτίσει έτσι τους Mystics. Ο Lionel Richie ήδη από το 1972 κατείχε την πρώτη θέση στο συγκρότημα κάνοντας πλέον τα βασικά φωνητικά. Οι Commodores γνώρισαν πολλές επιτυχίες κυρίως μέσα στην δεκαετία του '70. Μερικές από αυτές το 'Machine Gun' (1974), το 'Easy' και το 'Brick House' (1977), το 'Just To Be Close To You' (1976) και το 'Three Times A Lady' (ήταν το κομμάτι που έγραψε το 1979 ο Lionel Richie και το οποίο τους χάρισε 7 μουσικά βραβεία).
 Το 1980 το συγκρότημα ψηφίστηκε ως το δημοφιλέστερο της χρονιάς. Μπαλάντες όπως το 'Still' λατρεύτηκαν απ' όλο τον κόσμο και ακόμα και σήμερα ακούγονται με νοσταλγία. Το 1981 ο Lionel Richie έγραψε το ΤΟΡ 10 'Lady', μια περίφημη μπαλάντα που έμεινε στην ιστορία της μουσικής, ερμηνευμένη αρχικά από τον Kenny Rogers πουλώντας 16 εκατομμύρια αντίτυπα και πλουτίζοντας την συλλογή του Lionel Richie με αρκετά μουσικά βραβεία. Το ίδιο κομμάτι τραγούδησε μετά από αρκετά χρόνια ο ίδιος ο Lionel συμπεριλαμβάνοντάς του στη δισκογραφική του δουλειά «Time». Μέσα στο 1981 έκανε επίσης ένα καταπληκτικό ντουέτο με την Diana Ross. Ήταν το 'Endless Love' σε στίχους και παραγωγή του ίδιου.
Το κομμάτι αποτέλεσε το μουσικό θέμα της ομώνυμης ταινίας στην οποία πρωταγωνιστούσε η Μπρουκ Σηλντς.
Το 1982 μέλος ακόμα των Commodores, κυκλοφόρησε το πρώτο του προσωπικό single 'Truly' που του χάρισε το βραβείο του καλύτερου σόλο καλλιτέχνη της χρονιάς. Το κομμάτι συμπεριλήφθηκε στο πρώτο του σόλο άλμπουμ «Lionel» το οποίο και πούλησε 4 εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στην Αμερική. Στις 17 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τους Commodores πράγμα που συνέπεσε με τον ξαφνικό θάνατο του καλού του φίλου και συνεργάτη Benjamin Ashburn. Τα δύο αυτά γεγονότα ήταν ένα φοβερό χτύπημα για τους Commodores που αποφάσισαν όμως να συνεχίσουν χωρίς τον Lionel ο οποίος ακολούθησε ξεχωριστό δρόμο.
 Μετά το πρώτο προσωπικό single του Lionel Richie 'Truly', ακολούθησε το 'You Are' που έφτασε μέχρι το Νο 2 στα R&B charts και μέχρι το 4 στα POP charts των Ηνωμένων Πολιτειών. Ακολούθησε το 'My Love'. Ο Lionel βρισκόταν ήδη στο κατώφλι της επιτυχίας που ήρθε μέσα στον Οκτώβριο του 1983 με το δεύτερο σόλο άλμπουμ του «Can't Slow Down» το οποίο κυκλοφόρησε σχεδόν την ίδια χρονική περίοδο που οι Commodores κυκλοφορούσαν το πρώτο τους Greatest Hits. Το πρώτο single που ξεχώρισε από το «Can't Slow Down» ήταν το 'All Night Long (All Night)' που δεν έμεινε μόνο στο Νο 1 της Αμερική. Άλλες 8 χώρες φιλοξένησαν αυτό το κομμάτι στην πρώτη θέση των charts εκτός από την Μ. Βρετανία όπου έφτασε μέχρι το Νο 2. Δεν ήταν όμως το μόνο single που ξεχώρισε από αυτή τη δισκογραφική δουλειά. Το χορευτικό 'Running With The Night' και οι μπαλάντες 'Stuck On You', 'Penny Lover' και 'Hello' έφθασαν στο TOP 10 στους πίνακες επιτυχιών της Αμερικής. Μέσα στις 10 πρώτες εβδομάδες κυκλοφορίας του, το «Can't Slow Down» είχε πουλήσει πάνω από 4 εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στην Αμερική και πάνω από 15 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο κάνοντας το ένα από τα πιο εμπορικά άλμπουμ στην ιστορία της Motown. Το όνομα του Lionel Richie βρισκόταν στην κορυφή ταυτόχρονα σε singles και albums, κάτι που μόνο ο Michael Jackson έχει καταφέρει μέχρι τότε.
Τότε συνέβη κάτι συνταρακτικό. Το αεροπλάνο που ο Lionel Richie ταξίδευε συνετρίβη κοντά στην Αριζόνα. Όλοι νόμιζαν ότι ο Lionel ήταν νεκρός. Εκείνος όμως σώθηκε από θαύμα συνεχίζοντας μέχρι σήμερα να χαρίζει στο κοινό του καταπληκτικά τραγούδια!!
Το 1984 έγραψε το 'Missing You' και έστω και καθυστερημένα απέδωσε τον δικό του φόρο τιμής στον αδικοχαμένο τραγουδιστή της σόουλ Marvin Gaye. Το τραγούδι ερμήνευσε η Diana Ross φτάνοντας στην κορυφή των R&B charts και μέσα στα 10 πρώτα στα HOT 100 singles της Αμερικής. Στις 12 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, παρουσιάστηκε στην Ολυμπιάδα του Λος Άντζελες την οποία παρακολούθησαν σχεδόν 6 δισεκατομμύρια άνθρωποι.
 Μέσα στο 1985 μαζί με τον Michael Jackson έγραψε το 'We Are The World'μαζί με την πολύτιμη βοήθεια του μεγάλου παραγωγού Quincy Jones. Στο 'We Are The World' συμμετείχαν 46 μεγάλα αστέρια της μουσικής (USA for AFRICA). Τα έσοδα από τις πωλήσεις του διατέθηκαν για να βοηθηθούν τα πεινασμένα παιδιά της Αφρικής. Λίγο αργότερα πήρε μέρος στη εκδήλωση Live Aid. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ερμήνευσε το 'Say You, Say Me', άλλο ένα Νο 1 single (το ένατο κατά σειρά στην σόλο καριέρα του), που ακουγόταν στην ταινία 'White Nights'.
Οι διακρίσεις και τα μουσικά βραβεία έγιναν ακόμα περισσότερα για τον Lionel Richie αφού διακρίθηκε μέσα στο 1984 μεταξύ των άλλων για τον τίτλο του καλύτερου καλλιτέχνη της χρονιάς, του καλύτερου συνθέτη και του καλύτερου παραγωγού. Μέσα στην ίδια χρονιά μαζί με τον Quincy Jones και τον Rod Temperton έγραψαν την μουσική για την έβδομη ταινία του Στήβεν Σπηλμπεργκ 'The Color Purple'.
Τον Ιούνιο του 1986 κυκλοφόρησε το «Dancing On The Ceiling» απ' όπου ξεχώρισε το ομώνυμο, το 'Love Will Conquer All' και το 'Ballerina Girl'. Μετά απ' όλα αυτά, ακολούθησε η περιοδεία του 'Lionel Richie's Outrageous Tour' με χορηγό την Pepsi Cola. Η σκηνικό κάθε φορά ήταν εντυπωσιακό και την κάθε συναυλία άνοιγε η Sheila E.
Κι ενώ από την άλλη πλευρά οι Commodores είχαν πάρει το δικό τους δρόμο, τον Μάρτιο του 1987, ο Lionel Richie κυκλοφόρησε άλλο ένα single. Ήταν το 'Sela' . Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Webley. Η συναυλία ήταν καταπληκτική και άφησε εποχή.
Μετά το «Dancing On The Ceiling» ακολούθησε το «Back To Front» (1992), το τελευταίο άλμπουμ που ο διάσημος πλέον τραγουδιστής κυκλοφόρησε στην δισκογραφική εταιρεία Motown. Ένα κατά κάποιο τρόπο Βest όπου υπήρχαν μόνο 3 καινούργια sinles. Το 'Do It To Me', το 'My Destiny' και το 'Love, Oh Love'. Το άλμπουμ πούλησε σε όλο τον κόσμο 9 εκατομμύρια αντίτυπα και έγινε πλατινένιο στην Αμερική.
 Από τότε και για επόμενα 4 χρόνια ακολούθησε μία βαριά σιωπή. Ο θάνατος του πατέρα του και ο χαμός του καλύτερου φίλου του που έπασχε από Aids, έκαναν το Lionel Richie να σιωπήσει για κάποιο χρονικό διάστημα. Το 1996 επέστρεψε στην δισκογραφία. Αυτή τη φορά υπογράφοντας με την Mercury και ηχογραφώντας το «Louder Than Words». Η παραγωγή του άλμπουμ έγινε ως επί το πλείστον από τον ίδιο και το James Anthony Carmichael ο οποίος είχε κάνει και την παραγωγή στα πρώτα σόλο singles του. Επίσης σε 3 από τα κομμάτια του άλμπουμ (μεταξύ αυτών ήταν το single 'Ι Don't Wanna Lose You' ) έκανε την παραγωγή το δίδυμο Jimmy Jam & Terry Lewis και σε μερικά άλλα ο David Foster. Αξίζει να σημειωθεί και η συνεργασία του Babyface στο single 'Ordinary Girl'. To τρίτο και τελευταίο single που ξεχώρισε από το 'Louder Than Words' ήταν το 'Still In Love' στα τέλη Οκτωβρίου του 1996.
Τον Μάρτιο του 1998 βγήκε ένα ακόμα Greatest Hits που περιείχε κυρίως όλες τις μπαλάντες του. Το άλμπουμ λεγόταν «Truly-The Love Songs».
Εκείνη η χρονιά ήταν η κατάλληλη για το «Time» που κυκλοφόρησε μέσα στο καλοκαίρι του 1998. To «Time» θίγει σε γενικές γραμμές τα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι χωρίς όμως να παραβλέπει την αγάπη και τον έρωτα που πάντα ο Lionel ξέρει να υμνεί μέσα από τα τραγούδια του.
Μετά το "Time" ακολούθησε το "Rainessance" (2000) από το οποίο μεταξύ άλλων ξεχώρισε το "Angel". Οι δίσκοι του Lionel Ritchie (είτε σαν μέλος των Commodores είτε ως σόλο καλλιτέχνης) έχουν πουλήσει περισσότερα από 100 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι ο μοναδικός καλλιτέχνης με 13 συνεχόμενες Top10 επιτυχίες στην Αμερική και 22 συνεχόμενες στο Top20 της Μ. Βρετανίας. Έχει κερδίσει 5 βραβεία Grammy, 1 Oscar και 10 American Music Awards. Θυμηθείτε επίσης ότι το 1984 η επιτυχία του "All Night Long" είχε ακουστεί κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων στο Los Angeles από ένα κοινό που ξεπέρασε τα 2,3 εκατομμύρια άτομα.
Ο Lionel Ritchie επέστρεψε στη δισκογραφία μέσα στο 2002 με το "Encore" ένα άλμπουμ κατά κύριο λόγο live. Στο "Encore" περιέχονται επίσης δύο στουντιακά κομμάτια, το "Goodbye" και το "To Love A Woman" όπου ο Lionel συνεργάζεται με τον Enrique Iglesias.

Diana Ross (Βιογραφία)

H Diana Ross γεννήθηκε στο Detroit στις 26 Μαρτίου του 1944. Όταν πήγαινε ακόμα στο Γυμνάσιο ήταν το τέταρτο και τελευταίο μέλος των Rimettes ενός μουσικού σχήματος που ηχογραφούσε κομμάτια το 1960 για λογαριασμό της Lu-Pine. Ένα χρόνο αργότερα, το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο με την Motown Records αλλάζοντας το όνομά του σε Supremes. Η Diana Ross έκανε τότε πίσω φωνητικά στις πρώτες ηχογραφήσεις των Supremes, αλλά ο Berry Gordy, ανώτατο στέλεχος της Motown, επέμενε ότι η Diana Ross έπρεπε να ήταν η βασική τραγουδίστρια του συγκροτήματος. Έτσι κι έγινε. Τον πρωταγωνιστικό «ρόλο» στις Supremes κράτησε η Diana Ross για τα επόμενα 6 χρόνια. Καθ' όλη τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της με το συγκρότημα και κάτω από την εποπτεία του Berry Gordy, η Diana Ross προετοίμαζε το έδαφος για την σόλο καριέρα της ενώ οι φήμες οργίαζαν για τις κάτι παραπάνω από επαγγελματικές σχέσεις της με τον Gordy.
Στα τέλη του 1969, ο Gordy ανακοίνωσε ότι η Diana Ross εγκατέλειπε τις Supremes. Τον Ιανουάριο του 1970 έδωσε την αποχαιρετιστήρια συναυλία της με το συγκρότημα. Μέσα στην ίδια χρονιά αλλά λίγο αργότερα, η Diana Ross ξεκίνησε να ηχογραφεί μία σειρά από επιτυχημένες κυκλοφορίες στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και το «Ain't No Mountain High Enough».
Τον Απρίλιο του 1971 η Diana Ross παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Robert Silberstein αλλά ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ. Χώρισαν 5 χρόνια αργότερα μετά από νέα κουτσομπολιά για σχέση της με τον Gordy.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, καθώς συνέχιζε να απολαμβάνει την επιτυχία ερμηνεύοντας ευκολοχώνευτα τραγούδια αγάπης, η Motown σχεδίαζε να εκμεταλλευτεί την γοητεία που η Diana Ross ασκούσε στο κοινό. Έτσι, το 1971, βγήκε στον αέρα το τηλεοπτικό show «Diana!» όπου η Diana Ross ήταν η «οικοδέσποινα».
Το 1972 η Diana Ross πρωταγωνίστησε στο «Lady Sings The Blues» ένα φιλμ που εξιστορούσε την βιογραφία της αείμνηστης τραγουδίστριας της τζαζ Billie Holiday. Η Diana Ross κέρδισε το βραβείο Grammy για την υπέροχη ερμηνεία της στο ρόλο της Billie Holiday. Ακολούθησαν πρωταγωνιστικοί ρόλοι στο «Mahogany» (1975) και το 1978 στο μιούζικαλ «The Wiz» (όπου έπαιζε και ο Michael Jackson ). Οι κριτικές που απέσπασε με το ρόλο της στο «The Wiz» ήταν ανάμεικτες.
Το 1973 ήταν η χρονιά που η Diana Ross κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ με ντουέτα της με τον Marvin Gaye. Στην πραγματικότητα όμως κανένα από αυτά τα ντουέτα δεν ήταν πραγματικό. Οι φωνές τους συνδιάστηκαν χάρις παρέμβαση της τεχνολογίας.
Η Diana Ross κατέκτησε και πάλι την κορυφή των Αμερικάνικων charts με το «Touch Me In The Morning». Ακριβώς το ίδιο επαναλήφθηκε με το «Do You Know Where I'm Going To», το μουσικό θέμα της ταινίας Mahogany. Tο «Love Hangover» (1976) ήταν άλλο ένα No 1 single στην καριέρα της Diana Ross που άρχισε σιγά σιγά να διαβαίνει τα μονοπάτια της Disco.
To 1980 η Diana Ross κυκλοφόρησε ένα καθαρά disco άλμπουμ, το «Diana» σε μια παραγωγή Nile Rodgers και Bernard Edwards από τους Chic. Από αυτό ξεχώρησε το «Upside Down» ένα από τα ιστορικά κομμάτια στην disco και τα charts αφού έμεινε στο Νο 1 της Αμερικής για ένα ολόκληρο μήνα!!! Ακολούθησαν το «I'm Coming Out» και το «It's My Turn» χωρίς όμως να κάνουν τη θραύση που έκανε το Upside Down. Την επόμενη χρονιά πραγματοποιήθηκε η συνεργασία της Diana Ross με τον Lionel Richie στο «Endless Love» (μουσικό θέμα από την ομώνυμη ταινία το 1981) που έμεινε στην κορυφή των αμερικάνικων charts για περισσότερο από 2 μήνες.
Έντονες όμως φήμες διαδίδονταν για την ιδιοσυγκρασία της σχέσης της Diana Ross με τον Michael Jackson τον οποίον καθοδηγούσε από το 1969. Κι ενώ ο καιρός περνούσε και οι φήμες οργίαζαν για το μέλλον της Diana Ross, στα τέλη του1981, έγραψε δισκογραφικό συμβόλαιο με την RCA για την Βόρεια Αμερική και την Capitol για τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου. Έφτιαξε επίσης την δική της εταιρεία παραγωγής. Η διασκευή της στο «Why Do Fools Fall In Love» του Frankιe Lymon και το «Muscles» του Michael Jackson επιβεβαίωσαν την υπεροχή της στην Disco-Pop.
Το 1984 η Diana Ross τραγούδησε μια μπαλάντα-αφιέρωμα στη μνήμη του μεγάλου καλλιτέχνη της σόουλ Marvin Gaye, το «Missing You». Το 1986 γνώρισε ακόμα μία επιτυχία κατακτώντας αυτή τη φορά την κορυφή των charts της Μεγάλης Βρετανίας με το «Chain Reaction», μια παραγωγή των Bee Gees.
Ήταν πλέον κάτι το συνηθισμένο για την Diana Ross να ερμηνεύει κομμμάτια που γνώριζαν επιτυχία. Όσον αφορά την προσωπική της ζωή, μέσα στο 1986 η Diana Ross παντρεύτηκε έναν μεγαλοεπιχειρηματία και εφοπλιστή, καταπνίγοντας αποτελεσματικά όλα τα κουτσομπολιά που την ήθελαν να παντρευτεί τον Berry Gordy και να ξαναγυρίσει στην Motown.
Από εκείνη την εποχή μέχρι σήμερα, η Diana Ross απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα χάρις στις live εμφανίσεις της που μαγνητοσκόπησε η δισκογραφική εταιρεία Epic. Αξιοσημείωτη ήταν η εντυπωσιακή υπαίθρια συναυλία που έδωσε στο Central Park της Νέας Υόρκης την ώρα που έπεφτε καταρρακτώδης βροχή.
Η 55 χρονη Diana Ross εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να κυκλοφορεί σποραδικά άλμπουμς και μέσα στην δεκαετία του '90. Μερικά από αυτά το «Force Behind The Power» (1991), «Take Me Higher» (1995), καθώς και το καινούργιο της άλμπουμ «Everyday is A New Day» (1999). 

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Prince (Βιογραφία)

Ο Prince Rogers Nelson γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου του 1958 στην Μινεάπολη των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο φυσικός πατέρας του Prince, John Nelson, ήταν μέλος του Prince Roger Trio, απ΄ όπου και χάρισε στον γιο του το όνομα "Prince". Ο Prince είχε δείξει το τεράστιο ταλέντο του από μικρός. Εκτός από τις άριστες συνθέσεις και παραγωγές του, μάθαινε με μεγάλη ευκολία να παίζει διαφορετικά μουσικά όργανα.
Ο Prince ήταν ακόμα μικρός όταν εγκατέλειψε τη μητέρα του και τον θετό του πατέρα πηγαίνοντας στον φυσικό του πατέρα John Nelson ο οποίος του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα. Δεν έμεινε όμως για πολύ μαζί του μιας και υιοθετήθηκε από την οικογένεια Anderson κι έγινε στενός φίλους του Andre Anderson (αργότερα Andre Cymone). O Prince ήξερε ήδη να παίζει κιθάρα και πιάνο ενώ παράλληλα είχε ξεκινήσει να συνθέτει τα δικά του τραγούδια. Μαζί με τον Anderson και τον ξάδελφό του Charles Smith πήγαιναν στο ίδιο Γυμνάσιο. Τότε αποφάσισαν να φτιάξουν τους Grand Central που αργότερα μετονομάστηκαν σε Champagne. Για πρώτη φορά παίχτηκαν οι συνθέσεις του Prince και οι πρώτες δοκιμαστικές ηχογραφήσεις του σε στούντιο έγιναν το 1976 χάρις στην καθοδήγηση του Chris Moon που παραχωρούσε τα Σαββατοκύριακα το προσωπικό του studio στον Prince για να κάνει τους πειραματισμούς του επάνω στη μουσική. Στη συνέχεια ο Moon σύστησε τον Prince στον Owen Husney και τον συνέταιρό του ονόματι Levinson που βρήκαν τη μουσική του αρκετά ενδιαφέρουσα. Ακολούθησε το πρώτο δισκογραφικό συμβόλαιο που ο Prince υπέγραψε με την Warner Brothers.
Το ντεμπούτο του στη δισκογραφία έγινε με το μάλλον μέτριο 'Prince For You', ένα άλμπουμ με επιρροές από funk και soul απ΄ όπου ξεχώρισε το single 'Soft And Wet'. Αυτό ήταν μάλλον ένα "απεριτίφ" μπροστά στη συνέχεια που του επιφύλαξε το μέλλον. Το 1979 ο Prince επιστράτευσε το συγκρότημά του που είχε τίτλο το όνομά του και απαρτιζόταν από τους : Andre Cymone (μπάσο), Gayle Chapman και Matt Fink (keyboards), Bobby Z (ντραμς) και Dez Dickerson (κιθάρα). Όλοι μαζί γνώρισαν επιτυχία στην Αμερική με δύο χορευτικά singles, το 'Why You Wanna Treat Me So Bad?' και το 'I Wanna Be Your Lover'. Οι live εμφανίσεις τους ήταν εξίσου καλές. Έτσι ακολούθησε ένα καινούργιο άλμπουμ, το "Dirty Mind" όπου η Lisa Coleman αντικατέστησε την Gayle Chapman.
Μεγάλα ονόματα της funk μουσικής σκηνής όπως ο Rick James εμφανίστηκαν support ανοίγοντας το 1980 τις συναυλίες του Prince στην Αμερική. Αμέσως μετά ο Andre Cymone εγκατέλειψε το συγκρότημα για να ακολουθήσει σόλο καριέρα. Οι υπόλοιποι σχημάτισαν τους Time και γνώρισαν επιτυχία κυρίως χάρις στις συνθέσεις του Prince.
Ο Prince δεν είχε τίποτα που να μην ήταν παραγωγικό. Ό,τι κι αν συνέθετε γνώριζε επιτυχία. Τα δύο singles του 'Controversy' και '1999' κυκλοφόρησαν μέσα από το άλμπουμ '1999' και όπως αποδείχθηκε για μία ακόμα φορά, ο Prince ήταν μια διάνοια. Ακολούθησε μια περιοδεία με support τους Revolution, τους Time και την Vanity 6 (μία από τις γυναίκες-ανακαλύψεις του Prince). Το 'Little Red Corvette' ήταν ένα ακόμα single που ξεχώρισε από το άλμπουμ '1999' και το πρώτο που παίχτηκε τόσο πολύ στο MTV.
Το 1984, μετά από έντονες διαμάχες με τους Time, ο Prince ξεκίνησε να "δουλεύει" επάνω στην ταινία 'Purple Rain' η οποία εξιστορούσε κατά κάποιο τρόπο την αυτοβιογραφία του Prince. Στην ταινία κράτησε ο ίδιος τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το εντυπωσιακό 'When Doves Cry' που ακουγόταν στο soundtrack της ταινίας 'Purple Rain' όχι μόνο ξεχώρισε σαν single, αλλά ήταν το πρώτο τραγούδι του Prince που πήγε στο No 1 των Αμερικάνικων charts. Από το ίδιο soundtrack ακολούθησαν το 'Let's Go Crazy' and 'Purple Rain' που πήγαν στο Αμερικάνικο No 1 και No 2 αντίστοιχα καθιερώνοντας τον Prince ως μία από τις σημαντικότερες μορφές της δεκαετίας του 80. Μετά το τέλος της μεγάλης και επιτυχημένης περιοδείας του, ο Prince επέστρεψε και πάλι στο στούντιο, αυτή τη φορά για να συνεργαστεί με την Apollonia (την τελευταία από τον φαινομενικά ατέλειωτο κατάλογο "προστατευόμενων" κοριτσιών του) και εν συνεχεία με την Σκωτσέζα τραγουδίστρια της pop Sheena Easton συνθέτοντας την επιτυχία της 'Sugar Walls' που μπήκε στα 10 πρώτα singles της Αμερικής.
Το 1985 κυκλοφόρησε το άλμπουμ 'Around The World In A Day' σκαρφαλώνοντας στην κορυφή των Αμερικάνικων albums με την τρίτη εβδομάδα κυκλοφορίας του. Προηγήθηκε η ανακοίνωση ότι ο Prince θα σταματούσε τις live εμφανίσεις του. Αμέσως μετά ο Prince ίδρυσε την δισκογραφική εταιρία Paisley Park στο κέντρο της Minneapolis. Η Paisley Park αποτέλεσε σημαντική πηγή εσόδων του καλλιτέχνη για τα επόμενα χρόνια και παράλληλα κύριο αντικείμενο ασχολίας του.
To 1986 ηχογράφησε το 'Under The Cherry Moon' (1986). Από εκείνο το άλμπουμ ξεχώρισε το 'Kiss' που σκαρφάλωσε στην κορυφή στους πίνακες επιτυχιών της Αμερικής. Την ίδια εποχή ο Prince χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο 'Christopher' για να συνθέσει την μεγάλη επιτυχία των Bangles 'Manic Monday'. Ο Prince πολύ γρήγορα αναθεώρησε την απόφασή του να μην κάνει άλλες live εμφανίσεις. Απόδειξη η Parade Tour που έκανε για να διαφημίσει το Νο 1 ομώνυμο άλμπουμ του. Δυστυχώς αν και τα κομμάτια 'Kiss' και 'Girls And Boys' αντιπροσώπευαν το ύφος του Prince, τα υπόλοιπα ακούσματα του άλμπουμ δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν το στυλ του. Ωστόσο τα shows του καλλιτέχνη ήταν θεαματικά. Όμως το τέλος της περιοδείας σήμανε και το τέλος των Revolution.
Το 1987 ο Prince εμφανίστηκε με διαφορετική σύνθεση προσκαλώντας μεταξύ άλλων την Sheila E και τον Marco Weaver. Ακολούθησε το άλμπουμ 'Sign 'O' The Times' με ένα μουσικό ύφος σαφώς διαφοροποιημένο από το στυλ του 'Parade'. Το επόμενο άλμπουμ ήταν περισσότερο πολύπλοκο. Ίσως η "σκοτεινή" πλευρά του προηγούμενο 'Sign 'O' The Times'. "Μαύροι" ηλεκτρικοί ήχοι. Αυτό ήταν το 'Black Album' που ανακλήθηκε από τον ίδιο τον Prince πριν ακόμα φτάσει στα δισκοπωλεία. Ωστόσο κάποια αντίτυπα πρόλαβαν να κυκλοφορήσουν λαθραία. Ακολούθησε το 'Lovesexy', φαινομενικά το αποτέλεσμα της "καλής" πλευράς του Prince. Η επόμενη περιοδεία του Prince ήταν εντυπωσιακή αν και οι εξουθενωμένοι οι μουσικοί προσπαθούσαν να ακολουθήσουν τους γρήγορους ρυθμούς ζωής του αρχηγού τους. Το 1989 έκλεισε με τον Prince να κάνει ντουέτο με τη Madonna. Τότε ο μόνος που μπορούσε να συγκριθεί μαζί του ήταν ο Michael Jackson.
Η δεκαετία του '90 μπήκε θριαμβευτικά με το soundtrack της ταινίας 'Batman' τη μουσική επένδυση της οποίας ανέλαβε ο Prince. Το 'Batman' έμεινε στην κορυφή των charts για έξι συνεχόμενες εβδομάδες. Παράλληλα, ο Prince έγραψε τα περισσότερα τραγούδια κι έκανε την παραγωγή στο άλμπουμ της γκόσπελ τραγουδίστριας Mavis Staples. Με μια πρώτη ματιά η συνεργασία αυτή φαινόταν αταίριαστη αλλά κάθε άλλο παρά έτσι ήταν. Το Φεβρουάριο του 1990 ο Prince έκανε την παραγωγή στο single 'Nothing Compares 2 U' που τραγούδησε η Sinead O' Connor. Το τραγούδιι ανέβηκε στην κορυφή των charts και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησε το 'Graffiti Bridge', που ήταν το soundtrack της ομώνυμης ταινίας. Το άλμπουμ περιείχε μονάχα συνθέσεις του Prince τις οποίες τραγουδούσε μαζί με άλλους καλλιτέχνες όπως το νεαρό τότε Tevin Campbell, την Mavis Staples και τους Time. Δυστυχώς δεν μπόρεσε να επαναληφθεί η επιτυχία του 'Batman'. Η αποτυχία τόσο του άλμπουμ όσο και της ταινίας ήταν παταγώδης. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο αλλά ο Prince ήταν αρκετά απασχολημένος με το να θέτει τις βάσεις για τα νέα του σχέδια.
Ένα από αυτά τα σχέδια ήταν η δημιουργία των New Power Generation. Το καινούργιο συγκρότημα του Prince αποτελείτο από τον ίδιο στα φωνητικά, τον ράπερ Tony M, την τραγουδίστρια Rosie Gaines, τον ντράμερ Michael Bland, τους κιθαρίστες Levi Seacer και Kirk Johnson, τον μπασίστα Sonny T και τέλος τον Tommy Barbarella στα keyboards. Τότε ήταν η στιγμή που κυκλοφόρησαν όλοι μαζί το 'Diamonds And Pearls' ένα σχετικά συντηρητικό στουντιακό άλμπουμ. Το 'Diamonds And Pearls' κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1991. Οι NPG (New Power Generation) χαρακτηρίστηκαν μία από τις καλύτερες συνεργασίες του Prince κάτι που είχε να συμβεί από τα μέσα της δεκαετίας του '80. Το single 'Cream' έφτασε στο Νο 1 στους πίνακες επιτυχιών της Αμερικής λίγο πριν τελειώσει το 1991. Ακολούθησε ένα ακόμη single από το ίδιο άλμπουμ και συγκεκριμένα το 'Money Don't Matter 2 Night' το video clip του οποίου είχε επιμεληθεί ο σκηνοθέτης Spike Lee. Λίγο αργότερα το 'Sexy MF' ήταν το πέρασμα του Prince σε ένα σύμβολο.
Ακολούθησε μια περίοδος που ο Prince εμφανιζόταν παντού όχι πλέον με το ψευδώνυμό του αλλά με ένα απλό σύμβολο. Το single 'Sexy MF' κυκλοφόρησε σε δύο versions. Η πρώτη ήταν η κανονική δίχως να έχει λογοκριθεί ο τίτλος. Η δεύτερη (λογοκριμένη) έκδοση κυκλοφόρησε και παίχτηκε κυρίως από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Βρετανίας. Το 'Sexy MF' όπως και το 'My Name Is Prince' συμπεριλαμβάνονταν στο άλμπουμ 'Love Symbol Album' όπου ο Prince υιοθέτησε το μυστηριώδες σύμβολο στη θέση του ονόματός του. Τον Ιούνιο του 1993 έγινε αυτή η σημαντική αλλαγή. Από τότε το συγκεκριμένο σύμβολο εμφανιζόταν και νόμιμα σε όλους τους δίσκους του Prince. Η συμπεριφορά του καλλιτέχνη άρχισε να γίνεται αλλοπρόσαλλη και πολλές φορές μιλούσε με φθόνο. Η ταύτιση του Prince με το παράξενο αυτό σύμβολο κράτησε μέχρι εκείνον τον Οκτώβριο. Στη συνέχεια ο Prince αντικατέστησε το σύμβολο που τον αντιπροσώπευε μέχρι τότε υιοθετώντας πλέον τη φράση 'The Artist Formerly Known As Prince'.
Το 1995 ο 'Artist Formerly Known As Prince' κυκλοφόρησε το 'The Gold Experience', μια επιστροφή στο ύφος της δεκαετίας του '80 που φαινόταν κυρίως στα κομμάτια 'Pussy Control' και 'I Hate You'. Στο ίδιο άλμπουμ βρισκόταν το απαλό 'The Most Beautiful Girl In The World', χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο εμπορικά singles του Prince επί αρκετά χρόνια.
Τον Ιούνιο του 1996 ακολούθησε το 'Chaos And Disorder'. Αμέσως μετά ο Prince διαχώρισε τη θέση του από τους New Power Generation και ανακοίνωσε ότι δεν επρόκειτο να περιοδεύσει μαζί τους προτιμώντας να περάσει το χρόνο του πλάι στη γυναίκα του και το νεογέννητο μωρό του που δυστυχώς πέθανε λίγους μήνες μετά τη γέννησή του. Λίγο αργότερα το συμβόλαιο του Prince με την Warner Bros έληξε. Τελευταίο του άλμπουμ στην Warner ήταν το τριπλό cd 'Emancipation'. Το 'Crystal Ball' ήταν άλλο ένα σετ, αποτελούμενο αυτή τη φορά από τέσσερα cd's, το οποίο πουλήθηκε αρχικά μόνο μέσω internet και αργότερα διανεμήθηκε και στα δισκοπωλεία. Τα τρία πρώτα cd's του 'Crystal Ball' περιείχαν κομμάτια που δεν είχαν μέχρι τότε κυκλοφορήσει ενώ το τέταρτο (The Truth) είχε 12 ολοκαίνουργια κομμάτια που ηχογραφήθηκαν την προηγούμενη χρονιά.
Το 1999 ο Prince μεταπήδησε στην Arista Records και το Μάιο του 2000 υιοθέτησε ξανά το αρχικό του όνομα δηλαδή το "Prince". Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Prince δεν έχει κυκλοφορήσει κάτι καινούργιο (εκτός από μια πρόσφατη συλλογή του με τις μεγαλύτερες επιτυχίες του). Αυτό όμως δεν τον εμποδίζει να γοητεύει τους θαυμαστές του. Το πολύπλευρο ταλέντο του Prince είναι ολοφάνερο σε ό,τι κι αν ηχογραφήσει. Αυτό είναι κάτι που το κοινό του το ξέρει καλά. Γι αυτό και μπορεί να περιμένει ακόμα και χρόνια μέχρι ο αγαπημένος τους καλλιτέχνης να τους γοητεύσει ξανά με τα τραγούδια του.